Έρχονται στιγμές που η σιωπή είναι η καλύτερη λύση. Δε λες τίποτα, δε γράφεις τίποτα. Αφήνεις στους άλλους να λένε και να γράφουν γιατί όσα έχεις μέσα σου δε μεταφέρονται, δε λέγονται, δε γράφονται. Ειδικά όταν ο άλλος δεν ξέρει πρόσωπα και πράγματα. Τι να γράψεις δηλαδή για το Θόδωρο; O Θόδωρος ήταν ο φίλος μου, ο σύμβουλός μου, ο αδελφός μου, ο δικηγόρος μου, ο «αντίπαλός» μου στα ποδοσφαιρικά, ο «αντίπαλός» μου στα πολιτικά (μακάρι όλοι οι αντίπαλοί μου να είχαν την ψυχούλα του Θόδωρου). O Θόδωρος ήταν το πρώτο τηλεφώνημα κάθε φορά που ερχόμουν Ελλάδα, το πρώτο τσιγάρο, ο πρώτος καφές στο κέντρο, το πρώτο ανέκδοτο που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στους πολλούς, η πρώτη τσάρκα το βράδυ που είχε ήδη κανονιστεί με τον «μπέμπη» από το πρωί. Τρεις μαντραχαλαίοι στο βυσσινί Autobianchi του Γιώργου. Πώς χωράγαμε ρε γαμώτο; «Εσύ κάτσε μπροστά γιατί ήρθες τώρα και σου λείπει η Αθήνα».
Μαζί από την έκτη δημοτικού, το 1965-6. Τότε που η οικογένεια η δική μου επέστρεψε στις ρίζες της από το εξωτικό Π.Φάληρο που είχε ξενιτευτεί από το ’60 και την παραμυθένια τότε παραλία του Φλοίσβου (ναι, το ομολογώ, έχω παίξει μπάλα στην τεράστια αλάνα που σήμερα λέγεται Λεωφ. Αμφιθέας). Ήταν το πρώτο παιδί που με καλωσόρισε όταν ανέβηκα τα σκαλιά για τον επάνω όροφο του δημοτικού της οδού Σπινθάρου. Ένα παμπάλαιο αρχοντόσπιτο, εντελώς ακατάλληλο για σχολείο, με υποψία αυλής, με μια τεράστια απότομη εξωτερική σκάλα για την «πέμπτη και την έκτη». Αργότερα έγινε ταβέρνα(!). Ο Θόδωρος ή καλύτερα ο «Λούλης» ή «Τίμης» (δε θυμάμαι αν του είχαμε δώσει κι άλλα ονόματα αλλά αυτά ήταν τα επικρατέστερα) ήταν το πρώτο παιδί που μου μίλησε. Κι εγώ ψαρωμένος ακόμα από το νέο περιβάλλον, κατάλαβα αμέσως ότι βρήκα ένα φίλο. Κατά ένα περίεργο τρόπο δεν θυμάμαι ποιοί άλλοι ήταν μαζί μας. Σίγουρα ο Ντίνος ο Χριστόπουλος που έμενε Χερσίφρονος(;). Θυμάμαι όμως δυο κορίτσια. Τη Μυλ. που ήταν μελαγχρινή και την Κική Σμ. που ήταν ψηλή και είχε ένα ανοικτό καθαρό πρόσωπο χωρίς σκιές (μιλάω φωτογραφικά, ο «κατατρεγμένος» καταλαβαίνει τι εννοώ). Κάθε Δευτέρα η Κική έλεγε την ώρα του μαθήματος ψιθυριστά στις άλλες στο τελευταίο θρανίο, πόσο ωραία πέρασαν την Κυριακή στο εξοχικό τους στην Κακή Βίγλα της Σαλαμίνας. Ήταν κι άλλο ένα κορίτσι, η ωραία της τάξης, με μακριά ίσια καλοχτενισμένα μαλλιά. Ήμασταν όλοι ερωτευμένοι μαζί της, αλλά να που δεν θυμάμαι ούτε το όνομά της. Θεμ.; Δασκαλός μας ήταν ο περίφημος Βαρλάμης. Ένα γεροντάκι με γαλάζιο κουστούμι και μπλε γραβάτα που ήταν και ο Δ/νης του σχολείου και που μάλλον θα υπέφεραν οι αρθρώσεις του ανεβαίνοντας τόσα σκαλιά για να μπει στην τάξη. Μας προετοίμασε πάντως πολύ καλά για το τι θα ακολουθούσε στο Γυμνάσιο. Κάθε πρωί, αντί για «καλημέρα», μας αποκαλούσε με την μπάσα αυστηρή φωνή του, «κοπρομηχανές!». Έτσι, για να πάει καλά η μέρα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά αυτή η συμπεριφορά μάς έφτιαχνε τη διάθεση και την όρεξη να σηκώνουμε πλάκες. Με τον Τίμη κάναμε κανονική αναπαράσταση του Βαρλάμη όταν μαζευόμασταν τα απογεύματα στο «παράνομο» φροντιστήριο της μονοκατοικίας με τα κεραμίδια που είχε η κυρία Ελευθερία, στην οδό Εκαταίου, απέναντι από την επίσης μονοκατοικία που είχαμε νοικιάσει εμείς. Η κυρία Ελευθερία, παλιά φιλή της μάνας μου, μάζευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και τα προετοίμαζε για την άλλη μέρα. Ήταν μια κάπως αρχοντική γυναίκα με ευφράδεια ελληνικών, που ήξερε καλά Γαλλικά και που νομίζω μας προετοίμασε καλά για να «αντιμετωπίσουμε» την άγνωστή μας ακόμα Ξένου. Μαζί μας σ’αυτό το μικρό φροντιστήριο της γειτονιάς, ήταν ο Χρηστάκης ο Ευθυμίου και η «δεν μπορώ». Η «δεν μπορώ» ήταν μια υποχόνδρια τελείως οκνηρή παιδούλα που ό,τι και να την ρώταγες έλεγε «δεν μπορώ». Κλίνε μου το ρήμα «Είμαι», έλεγε η κυρία Ελευθερία. «Δεν μπορώ», απαντούσε μόνιμα η παιδούλα. Ευτυχώς μπορούσαν οι γονείς της να πληρώνουν. Αργότερα στο μικρό αυτό φροντιστήριο, μάς έκανε μαθηματικά ένας νεαρός φοιτητής από την επαρχία που λεγόταν Ανδρέας Σβέρκος. Είχε έντονη επαρχιώτικη προφορά και ήταν συγγενής με τον μπακάλη που είχε το μαγαζί γωνία Σπινθάρου κι Εκαταίου. Ήταν από μια μεγάλη οικογένεια με πολλά αδέλφια που μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα. Πολύ καλός γεωμέτρης. Εγώ τουλάχιστον κατάλαβα μέσω ενός Σβέρκου, πόσο ηλίθια ήταν η Μπούρα. Όχι ότι δεν το ήξερα από πριν, απλά μου το επιβεβαίωσε η Στερεομετρία του Ανδρέα. Έπρεπε βλέπεις να φανταστείς τα «επίπεδα» και η φαντασία δεν ήταν στα προσόντα μιας Μπούρα ή ενός –χικ- Κορώνη ή ενός Κουτσοχέρη (τον είχαμε λίγο στη Α’ Γυμνασίου, είχε μαγκούρα και ψεύτικο το ένα άκρο). Για να ξαναγυρίσω στο Βαρλάμη, η μεγάλη μας εκδίκηση ήταν στο τέλος της χρονιάς. Μας έβαζε να τραβήξουμε με κλήρο –κάτι τυλιγμένα χαρτάκια- τα θέματα που έβαζε στα διαγωνίσματα. Τα θέματα αυτά τα έγραφε σε ένα δικό του βιβλίο το οποίο ήταν σε κοινή θέα πάνω στην έδρα της τάξης, η οποία χρησίμευε και ως το γραφείο του Βαρλάμη. Κάθε μέρα λοιπόν διαλέγαμε το πιο εύκολο θέμα, βρίσκαμε σε ποιον αριθμό αντιστοιχούσε και παραμορφώναμε το αντίστοιχο χαρτάκι-κλήρο, για να φαίνεται λίγο πιο μεγάλο από τα άλλα. Το βάζαμε μάλιστα και πάνω-πάνω μη γίνει κανένα λάθος. Όταν ο Βαρλάμης ζήταγε από το καλό παιδί της τάξης να τραβήξει κλήρο, εκείνο διάλεγε –υπό τη δική μας απειλή μπουγελώματος- πάντα το παραμορφωμένο χαρτάκι. Ὀλοι άριστα! Σ’αυτό το δημοτικό της οδού Σπινθάρου, συναντήθηκα ξανά με την κα Ελεούσα που την είχα για λίγο δασκάλα στο Α’ Δημοτικό Αμφιθέας. Η κα Ελεούσα, λίγο πριν από τη χούντα, μας ελέησε με την «Αγωγή Πολίτου». Ένα άθλιο κείμενο, ύμνο για το παλάτι και τη «Φρεί/κη», γραμμένο για κάφρους. Όχι για μελλοντικούς πολίτες. Ήθελα να ήξερα, τα πίστευε αυτά η κα Ελεούσα; Ποτέ δε θα το μάθω.
Αυτές ήταν λοιπόν οι μέρες που γνωρίστηκα με τον Θόδωρο. Τα μετέπειτα στο Γυμνάσιο, τα ξέρετε. Ο πρώτος βάρβαρος διαχωρισμός σε τμήματα ανάλογα με το πρώτο γράμμα του επωνύμου μας, δεν είχε αντίκτυπο σε εμάς τους δυο, γιατί τα ονόματά μας ήταν κοντά και ήμασταν μαζί όλα τα χρόνια. Στην παρέα μάλιστα προστέθηκε κι ο Γιώργος. Ο ένας μπάλα, ο άλλος μπάσκετ, είχαν εμένα να τους συνδέω κι έτσι γίναμε και οι τρεις κολλητοί. Τις τρίπλες στις καρέκλες στο ταρατσάκι της οδού Καπετάν Βάρδα, ακολουθούσαν οι ραβέρσες στην παιδική χαρά της Λεύκας, της Αγκύλης ή ακόμη και της εξωτικής πλατείας Κουκακίου ή στο μακρινό Φωκιανό, στον Εθνικό Αθηνών, στο γηπεδάκι του Μετς κι αυτό ακόμα το ίδιο το Παναθηναϊκό Στάδιο που ήταν μάλιστα έδρα της μεγάλης ομάδας της ΑΕΚ, του ΠΑΟ, του Παγκρατίου και που μας άφηνε ο φύλακας που είχε και το καφενείο στην είσοδο δεξιά «να παίξουμε για λίγο». Στου Μετς πηγαίναμε κόβοντας δρόμο μέσα από το Α΄ Νεκροταφείο (εκεί που έδωσα Μ.Παρασκευή το πρώτο μου ρομαντικό(!) ραντεβού με κορίτσι – θα σας πω άλλη φορά τις συνθήκες) και βγαίναμε στον επάνω δρόμο από ένα μυστικό πορτάκι. Μπάλα παίζαμε στο οροπέδιο δίπλα από τις φυλακές ανηλίκων (σημερινός Λόφος Λαμπράκη). Βρίσκαμε ανάμεσα στα χόρτα και μπάλες –ή μήπως ήταν μηνύματα; - που είχαν πεταχτεί από μέσα από τις φυλακές, φτιαγμένες τέλεια από κάλτσες. Παιδιά κι εκείνα, παιδιά και μεις. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα είχαν μπουζουριάσει. Πόσο εγκληματικός μπορεί να ήταν εκείνη την εποχή ένας ανήλικος; Άντε να είχε κλέψει καμιά πατάτα στη λαϊκή ή να είχε ρίξει καμιά τζαμαρία με τη σφεντόνα.
Τα χρόνια λοιπόν του Γυμνασίου τα ξέρετε. Να θυμίσω μόνο μικρές στιγμές όπως τότε που στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων που την είχαν κόψει σε αίθουσες διδασκαλίας, ο Τίμης την ώρα του Κακιούση έκανε περιγραφή του αγώνα Κάσιους Κλέι εναντίον «Ακάθιστου Γελάει». Τότε που σε απάντηση της τσιρίδας «Σουτ!» που είχε βάλει o «γέρος»(;) για να κάνουμε ησυχία, ο Τίμης είχε πει «Γκοοοολ!». Τότε που κόντεψε να χάσει όλη τη χρονιά γιατί δεν είχε μαζί τα γυαλιά του και δεν μπορούσε να δει την υψωμένη κόλλα μου με λυμένα τα θέματα που είχε βάλει ο –χικ- Κορώνης. Μας χώριζε ο διάδρομος ανάμεσα στα θρανία μας κι αυτή η μικρή απόσταση ήταν τεράστια χωρίς τα γυαλιά του. Όταν άρχισα να του τα διαβάζω, μας πήρε είδηση ο –χικ- Κορώνης και μας άλλαξε θέση.
Παραμονές Χριστουγέννων 1977. Στο Ανατολικό Αεροδρόμιο (γιατί το λέγαμε έτσι; μόνο το τέρμιναλ άλλαζε), κόσμος πολύς για την αφεντιά μου που επέστρεφε για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια. Την ώρα που τσακωνόμουν με τον τελωνειακό για το ότι το φορητό κασετόφωνο που είχα στο χέρι δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο (λίγο ήθελα ακόμα για να το χαρίσω στο βλάχο), την ώρα που ο ταξιτζής πριν την έξοδο -μέσα ακόμα στον έλεγχο διαβατηρίων(!)- μου τράβαγε τη βαλίτσα από το χέρι για να μη χάσει την κούρσα, να ‘σου κι ο «μπέμπης» με το Astor στο στόμα. «Τι κάνεις εδώ βρε μαλάκα;». Απάντηση, «τι το ‘θελες το κασετόφωνο και περιμένουμε σαν τους μαλάκες έξω;». Εαυτέ μου, welcome back home! Φιατάκι 124, λευκό ζαχαρί, του κυρ-Θανάση, τσάρκα βραδυνή στο Λαιμό της Βουλιαγμένης για ανάσες. Λούλης: «Δεκέμβρης κι είσαι μόνο με το σακάκι!». Άλλη μια εντολή της μάνας μου στο φίλο μου να με πείσει να μείνω στην Ελλάδα, έπεσε στο κενό των βράχων του Λαιμού. Όλοι ξέραμε ότι ήταν πάρα πολύ νωρίς. Νωρίς για ο,τιδήποτε πριν το ’81.
Κι ενώ ζούσα μόνιμα έξω, κατά έναν περίεργο τρόπο έζησα από κοντά, εντελώς τυχαία(;), τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή του Θόδωρου. Τους δυο γάμους του –στον πρώτο μάλιστα εγώ κι ο Γιώργος ήμασταν οι μόνοι παρόντες «συγγενείς» του-, το θάνατο του πατέρα του που του στοίχισε και που ξέσπασε κλαίγοντας επάνω μου, η αγάπη του για την κα Αθηνά και τη Στέλλα, οι μικρές ή μεγάλες αγωνίες για τη Νανά ή ακόμα και πιο πεζά, αλλά πάντως σημαντικά για την καθημερινότητα θέματα. Η άνοδος του δολαρίου. «Τι λες κι εσύ που τους ξέρεις;» Το πρώτο PC που του συναρμολόγησα από την αρχή στο γραφείο του, την εποχή των Windows 3.11. Η σύνδεση με τον ΔΣΑ που δεν έπαιζε σωστά. Τηλεφωνικός διάλογος, «έβαλες όπως σου είπα στο μόντεμ την εντολή ata;». «Μωρέ εγώ την έβαλα, αλλά αυτό έχει πάει άτα».
Έρχονται στιγμές που η σιωπή είναι η καλύτερη λύση. Δε λες τίποτα, δε γράφεις τίποτα. Αφήνεις στους άλλους να λένε και να γράφουν γιατί όσα έχεις μέσα σου δε μεταφέρονται, δε λέγονται, δε γράφονται. Ειδικά όταν ο άλλος δεν ξέρει πρόσωπα και πράγματα. Τι να γράψεις δηλαδή για το Θόδωρο;
Λίγη αφρικάνικη
τζάζ...