27.2.10

Συνδιάσκεψη Φεβρουαρίου

Ωραία βραδιά. Ωραία περάσαμε. Χάλια το κρασί, χάλια και το κρέας αλλά η παρέα ήταν καλή. (Παπα-Γιώργη, λόγω σαρακοστής και δίαιτας, εγώ μια σαλατίτσα έφαγα μόνο. Οι άλλοι κατασπάραξαν τα παϊδάκια που φαίνονται στο τραπέζι). Μόνο να μην υπήρχε αυτή η εμμονή του Big Ear για τον ΑΓΠ. Μα τι στο καλό; Tόσα χρόνια πέρασαν. Aκόμα κι από 'κει που είναι, τον φοβάται η "δεξιά του Κυρίου"; Τέλος πάντων. Στην υγειά μας!

Αγορεύοντας! To ενδιαφέρον έκδηλο σε όλα τα πρόσωπα.

"Τι θέλετε κύριε; Αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας".

Βγάλαμε και μια "οικογενειακή" πόζα. Από πάνω μας ψηλά δεξιά στον τοίχο, υπήρχε ένα κάδρο με μια παλιά νεανική φωτογραφία της Βενετσάνου να μας παρακολουθεί. Δεν έχασε κουβέντα. (Δεν ξέρουμε ποια είναι η θεία της φωτογραφίας, αλλά εμάς για τη Βενετσάνου μας φάνηκε).

Και για να μη ξεχνιόμαστε, οι απόντες, στο επόμενο Συνέδριο να έρθετε με τους κηδεμόνες σας. Ειδικά αυτοί που δήλωσαν συμμετοχή και την κοπάνησαν. Δεν μπορούμε να υπομένουμε μόνοι μας το μαρτύριο των πολιτικών φαντασιώσεων του Big Ear κι εσείς να μην εμφανίζεστε. Την επόμενη φορά που θα την ξανακοπανήσετε, η τιμωρία θα είναι αμείλικτη. Θα πάρουμε τηλέφωνο τις γυναίκες σας!!!

Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν

To έχετε δει ξανά από μέσα; Ομολογώ ότι είχα να πάω από τότε. Από το 1972. Με την ευκαιρία της Συνδιάσκεψης, πετάχτηκα για λίγο απέναντι που ήταν εκείνη την ώρα ανοικτά λόγω του Νυχτερινού. Καλά, ο χώρος έχει αλλοιωθεί εντελώς. Μάλλον, δεν υπάρχει πια χώρος. Δεν υπάρχει προαύλιο. Εκείνη η φοβερή πολυεπίπεδη πλατεία στρωμένη με άσφαλτο (εμείς την προλάβαμε και με χώμα) δεν υπάρχει. Το κτίριο που ξέρατε γέννησε δυο τέρατα τα οποία όλα μαζί, αισθητικά και αρχιτεκτονικά, δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Απλά μπήκαν στο χώρο. Το ένα εκεί που ήταν το υπόστεγο του μπάσκετ, από τη μεριά της Πυθέου. Το άλλο μεσ' τη μέση του παλιού προαυλίου, σαν την μπερλίνα. Φανταστείτε τα τριπλάσια παιδιά στο 1/5 του προαυλίου. Τρόμαξα. Ποιος ήλιος και ποιο φως; Τώρα καταλαβαίνω και τον Δημητράκη που αν κι έχει εκεί την οργανική του, την κάνει συνέχεια για σχολεία του Κορινθιακού. Τέλος πάντων, τράβηξα μερικές φωτογραφίες του "δικού μας" κτιρίου, όσες μπόρεσα δηλαδή γιατί η τωρινή Μήτσαινα, μόλις είδε κάμερα, έβγαλε νύχια και δόντια. "Απαγορεύεται, φύγετε από 'δω". Σε μένα, που είχα γεννηθεί εκεί μέσα.

Η πόρτα εισόδου-εξόδου στο προαύλιο και το μπαλκόνι με το φως πίσω από τη σημαία. Εκεί κάποτε με είχε βάλει ο "Τζώνης" να σας πω την Ωδή στον Ιερό Λόχο του Κάλβου. Τα σημερινά σύμβολα της απόλυτης ελαφρότητας της σκέψης, συνδυάζονται τέλεια με την απόλυτη βρώμα στους τοίχους. Αυτές οι πατημασιές είναι δικές μας; Μπα, δεν μπορεί, θα το 'χουν ξαναβάψει.

Κοιτάζοντας προς τα δεξιά, το βλέμμα σταματάει στα κάγκελα που έχουν μπει. Για ποιο λόγο; Ποιος να ξέρει; Από εκεί βλέπαμε τη Λεωφ.Βουλιαγμένης και τη στάση του λεωφορείου από ψηλά. Α ναι, και το Α' Νεκροταφείο στο βάθος.

Προς τα αριστερά δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Αναμενόμενο. Ο πλαστικός πορτοκαλί κουβάς, κάποτε ήταν ένα μεγάλο μεταλικό σκουριασμένο βαρέλι με υπολείμματα από ασβέστη εσωτερικά, ξεχασμένο από το '60 όταν φτιάχτηκε το σχολείο ή από την απέναντι οικοδομή. Εκεί ο Μήτσος έκαιγε χαρτιά ή ο,τιδήποτε άλλο. Εμείς τα φοβερά βιβλία μας στο τέλος της χρονιάς.

Ο διάδρομος του ισογείου. Δεξιά οι πόρτες δεν είναι κελιά. Είναι οι αίθουσες που κάναμε μάθημα. Δεν μπόρεσα να μπω σε κάποια γιατί ήταν κλειδωμένες και η τωρινή Μήτσαινα όπως είπαμε ...γάβγιζε.

Αυτό που με τρέλανε ήταν ο "πίνακας ανακοινώσεων". Είναι ο ίδιος από την εποχή μας! Ναι, ναι, δεν έχει αλλάξει! Χρησιμοποιούν τον ίδιο. Δείτε τις φωτογραφίες. Σελοτέιπ και κατευθείαν στον τοίχο. Νομίζω σε εμάς έβαζαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων λίγο πιο ψηλά. Προς το άσπρο μέρος, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία. Η μεθοδολογία 40 χρόνια αργότερα είναι ίδια. Για δες ρε πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο "Τζώνης"!

Δείτε κι άλλες φωτογραφίες του "πίνακα ανακοινώσεων". Είμαι πολύ περήφανος για την ανακάλυψή του.

Κλείνοντας, αυτή τη σύντομη περιήγηση στο χωροχρόνο, θέλω να κάνω μια ερώτηση προς όλους τους συμπλογκίτες: είναι βέβαιο ότι ο Μανώλης Ρασούλης δεν ήταν συμμαθητής μας;


Μπαίνουμε στον Υδροχόο
και θ' ανάψουνε φωτιές
οι καιροί νερό θα φέρουν
έτσι λεν αυτοί που ξέρουν
κι όμως θα καούν καρδιές

Όλα τριγύρω αλλάζουνε
κι όλα τα ίδια μένουν
και μένα τα χεράκια της
με λύνουν και με δένουν

Μπαίνουμε στον Υδροχόο
και θα φύγουν οι Ιχθείς
Έτσι ήτανε γραμμένα
Μέσα στ' άστρα τα σβησμένα
Που 'χα δει στα μάτια της

Όλα τριγύρω αλλάζουνε
κι όλα τα ίδια μένουν
και μένα τα χεράκια της
με λύνουν και με δένουν


Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Βάσω Αλαγιάννη
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου

25.2.10

Greece Signs Its National Suicide Pact

The High Priests of Fiscal Rectitude Win Again

"... this kind of deficit-bashing insanity is spreading like a cancer across the global economy. We all should know when the economy is in trouble. High unemployment; sluggish growth in output, productivity, wages; high inflation etc., these are all things which have meaning to us on an individual and collective basis.

A budget deficit, by contrast, is just a number. It’s akin to blaming the thermometer when it registers that someone has a flu bug. Any doctor would legitimately be called a quack if he proposed a cure for influenza by sticking the thermometer in a bucket of ice until we got the right “reading” that was deemed to be acceptable to him.

Yet this is exactly what the poor Greeks have now been blackmailed into signing up for. Heaven help the US if it begins to move further down that road, as many are now suggesting".

Marshall Auerback


(Η πάντα ενδιαφέρουσα άποψη της αμερικανικής κεντροαριστεράς).

Διαβάστε το πλήρες άρθρο στο link:
http://www.counterpunch.org/auerback02122010.html

16.2.10

"Καλημέρα Κύριε Μπενάκη"

Με πολλή συγκίνηση έχουμε πληροφορηθεί ότι το blog το επισκέπτεται και το διαβάζει ο καλύτερος δάσκαλος που είχαμε ποτέ, ο καταπληκτικός κος Λίνος Μπενάκης.

Πρέπει να ήταν γύρω στο 1970 όταν μέσα στη μούχλα της εκπαιδευτικής μας μοναξιάς, μας χτύπησε ξαφνικά την πόρτα η ευρωπαϊκή παιδεία και κουλτούρα ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Ο κος Μπενάκης, νέος, ευγενικός, απλός, καλοπροαίρετος, γνώστης του αντικειμένου, έγινε το σημείο αναφοράς μιας γενιάς μαθητών, όχι μόνο για εκείνα τα χρόνια, αλλά και για τα χρόνια που ακολούθησαν. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και έχει περάσει τόσος καιρός, όταν μαζευόμαστε στα «συνέδρια», ο κος Μπενάκης αναφέρεται στις συζητήσεις μας, πάντα θετικά και πάντα με μεγάλη δόση ειλικρινούς εκτίμησης.

Τον θυμόμαστε καλοχτενισμένο και καλοντυμένο, με γραβάτα, να μη βγάζει το κασκόλ πάνω από το καφέ καρό σακάκι του και να είναι πάντα ευδιάθετος για μάθημα και συζήτηση ή καλύτερα για ένα μάθημα συζήτησης. Την εποχή της έλλειψης του λόγου. Οι Γότθοι και οι Οστρογότθοι έπαυαν να είναι γραμμές στοιβαγμένες στις σελίδες ενός βιβλίου και ξεπηδούσαν για να μας χαιρετίσουν μέσα από τους σκούρους πρασινομπλέ τοίχους μια κρύας αίθουσας ενός δημόσιου σχολείου. Παρακολουθούσαμε από κοντά τις δολοπλοκίες αρχικά του Μακιαβέλι κι αργότερα του Μέτερνιχ, την αριστοκρατική επαναστατικότητα της σκέψης του Μοντεσκιέ και του Ντιντερό. Είδαμε τα ποτάμια αίματος του φεουδαρχισμού. Συμμετείχαμε ενεργά στον ανασχεδιασμό της Ευρώπης του Καρόλου. Ακούσαμε τους αλαλαγμούς των αλόγων των ιπποτών στην Γ’ Σταυροφορία και τους βλέπαμε να προσπερνούν τα θρανία μας. Θρηνήσαμε μαζί την πτώση της Πόλης, όχι του 1453 αλλά της πραγματικής. Αυτής του 1204 που μας είχαν κρύψει τόσοι και τόσοι άλλοι.

Ο κος Μπενάκης μας σεβάστηκε. Μας αντιμετώπισε όπως πραγματικά ήμασταν. Η νέα γενιά. Οι νέοι Άνθρωποι. Το μέλλον αυτού του τόπου. Αξέχαστη η στιγμή που παράτησε το επίσημο βιβλίο και άρχισε να μας διαβάζει από γερμανικό κείμενο, μεταφράζοντας ταυτόχρονα στα ελληνικά, μέσα στην τάξη. Η απόλυτη συνωμοσία της ελεύθερης σκέψης. «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» της οδού Ζεύξιδος. Το άνοιγμα της χαραμάδας προς τα έξω. Ο φρέσκος αέρας της φιλοσοφίας της κεντρικής Ευρώπης. Η σημειολογία της διανόησης 20 χρόνια πριν από τον Έκο. Ο δρόμος είχε πια ανοίξει. Όσοι τον είδαν, κατάλαβαν.

Χάρη σε εσάς κύριε Μπενάκη διαβάσαμε Ιστορία. Όχι στα μαθητικά χρόνια. Αργότερα. Όταν αρχίσαμε να βλέπουμε τον πραγματικό κόσμο γύρω μας και έπρεπε να στηριχτούμε, να πιαστούμε από κάπου. Να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε σαν άτομα.

Σας ευχαριστούμε!

ekto1972

-----
Ο κος Λίνος Μπενάκης, σύζυγος της πρώην προέδρου της Βουλής κας Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, γεννήθηκε στην Kέρκυρα το 1928 και είναι βυζαντινολόγος και ιστορικός της Eλληνικής Φιλοσοφίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης και της Κολωνίας, όπου ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Υπηρέτησε στην εκπαίδευση στο Υπουργείο Παιδείας και στην Ακαδημία Αθηνών. Δίδαξε, ως επισκέπτης καθηγητής σε Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. και της Γερμανίας καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι μέλος πολλών Επιστημονικών Εταιριών με πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο, (πάνω από 120 δημοσιεύματα ως σήμερα). Έχει διατελέσει διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών, είναι εκδότης της Eπετηρίδος του Kέντρου Φιλοσοφία (τόμοι 1-12) και Eπιστημονικός Συνεργάτης της Aκαδημίας Aθηνών, υπεύθυνος για την «Φιλοσοφική Bιβλιοθήκη του Kληροδοτήματος “Έλλης Λαμπρίδη”» και για τις Σειρές κριτικών εκδόσεων των Bυζαντινών Φιλοσόφων και των Bυζαντινών Σχολιαστών του Aριστοτέλους. Έχει γράψει και επιμεληθεί δεκάδες τίτλους γύρω από την Ιστορία της Aρχαίας Eλληνικής, της Bυζαντινής και της Mεταβυζαντινής Φιλοσοφίας.

(Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου www.ekebi.gr)

14.2.10

Αθανασία


του Χρυσόστομου Κύργιου

(ΣΤ' Γυμνάστιο 1972)

Δεν το χωρά ο νους

Δεν γίνεται, πρέπει να ’ναι ψέμα

Αποκλείεται, κάποιος κάνει πλάκα μαζί μας

Δεν μπορεί, κάπου σταματά το κακό όνειρο.

Θέλω να ξυπνήσω

Δεν αντέχω άλλο η ψυχή μου γονάτισε,

Λύγισε αλλά περιμένει την Ανάσταση όπου όλα θα είναι αναστημένα.

Κι εσύ πλάι μας για ν’ αντηχήσει πάλι το γέλιο και η χαρά

Είσαι μαζί μας

Πάντα ήσουν

Ποτέ δεν έφυγες

Μαζί πορευόμαστε στο δρόμο της σιωπής

Προς την ΑΘΑΝΑΣΙΑ.

Χρυσόστομος Κύργιος
14-2-2010

7.2.10

Και τι να γράψω;

Έρχονται στιγμές που η σιωπή είναι η καλύτερη λύση. Δε λες τίποτα, δε γράφεις τίποτα. Αφήνεις στους άλλους να λένε και να γράφουν γιατί όσα έχεις μέσα σου δε μεταφέρονται, δε λέγονται, δε γράφονται. Ειδικά όταν ο άλλος δεν ξέρει πρόσωπα και πράγματα. Τι να γράψεις δηλαδή για το Θόδωρο; O Θόδωρος ήταν ο φίλος μου, ο σύμβουλός μου, ο αδελφός μου, ο δικηγόρος μου, ο «αντίπαλός» μου στα ποδοσφαιρικά, ο «αντίπαλός» μου στα πολιτικά (μακάρι όλοι οι αντίπαλοί μου να είχαν την ψυχούλα του Θόδωρου). O Θόδωρος ήταν το πρώτο τηλεφώνημα κάθε φορά που ερχόμουν Ελλάδα, το πρώτο τσιγάρο, ο πρώτος καφές στο κέντρο, το πρώτο ανέκδοτο που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στους πολλούς, η πρώτη τσάρκα το βράδυ που είχε ήδη κανονιστεί με τον «μπέμπη» από το πρωί. Τρεις μαντραχαλαίοι στο βυσσινί Autobianchi του Γιώργου. Πώς χωράγαμε ρε γαμώτο; «Εσύ κάτσε μπροστά γιατί ήρθες τώρα και σου λείπει η Αθήνα».

Μαζί από την έκτη δημοτικού, το 1965-6. Τότε που η οικογένεια η δική μου επέστρεψε στις ρίζες της από το εξωτικό Π.Φάληρο που είχε ξενιτευτεί από το ’60 και την παραμυθένια τότε παραλία του Φλοίσβου (ναι, το ομολογώ, έχω παίξει μπάλα στην τεράστια αλάνα που σήμερα λέγεται Λεωφ. Αμφιθέας). Ήταν το πρώτο παιδί που με καλωσόρισε όταν ανέβηκα τα σκαλιά για τον επάνω όροφο του δημοτικού της οδού Σπινθάρου. Ένα παμπάλαιο αρχοντόσπιτο, εντελώς ακατάλληλο για σχολείο, με υποψία αυλής, με μια τεράστια απότομη εξωτερική σκάλα για την «πέμπτη και την έκτη». Αργότερα έγινε ταβέρνα(!). Ο Θόδωρος ή καλύτερα ο «Λούλης» ή «Τίμης» (δε θυμάμαι αν του είχαμε δώσει κι άλλα ονόματα αλλά αυτά ήταν τα επικρατέστερα) ήταν το πρώτο παιδί που μου μίλησε. Κι εγώ ψαρωμένος ακόμα από το νέο περιβάλλον, κατάλαβα αμέσως ότι βρήκα ένα φίλο. Κατά ένα περίεργο τρόπο δεν θυμάμαι ποιοί άλλοι ήταν μαζί μας. Σίγουρα ο Ντίνος ο Χριστόπουλος που έμενε Χερσίφρονος(;). Θυμάμαι όμως δυο κορίτσια. Τη Μυλ. που ήταν μελαγχρινή και την Κική Σμ. που ήταν ψηλή και είχε ένα ανοικτό καθαρό πρόσωπο χωρίς σκιές (μιλάω φωτογραφικά, ο «κατατρεγμένος» καταλαβαίνει τι εννοώ). Κάθε Δευτέρα η Κική έλεγε την ώρα του μαθήματος ψιθυριστά στις άλλες στο τελευταίο θρανίο, πόσο ωραία πέρασαν την Κυριακή στο εξοχικό τους στην Κακή Βίγλα της Σαλαμίνας. Ήταν κι άλλο ένα κορίτσι, η ωραία της τάξης, με μακριά ίσια καλοχτενισμένα μαλλιά. Ήμασταν όλοι ερωτευμένοι μαζί της, αλλά να που δεν θυμάμαι ούτε το όνομά της. Θεμ.; Δασκαλός μας ήταν ο περίφημος Βαρλάμης. Ένα γεροντάκι με γαλάζιο κουστούμι και μπλε γραβάτα που ήταν και ο Δ/νης του σχολείου και που μάλλον θα υπέφεραν οι αρθρώσεις του ανεβαίνοντας τόσα σκαλιά για να μπει στην τάξη. Μας προετοίμασε πάντως πολύ καλά για το τι θα ακολουθούσε στο Γυμνάσιο. Κάθε πρωί, αντί για «καλημέρα», μας αποκαλούσε με την μπάσα αυστηρή φωνή του, «κοπρομηχανές!». Έτσι, για να πάει καλά η μέρα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά αυτή η συμπεριφορά μάς έφτιαχνε τη διάθεση και την όρεξη να σηκώνουμε πλάκες. Με τον Τίμη κάναμε κανονική αναπαράσταση του Βαρλάμη όταν μαζευόμασταν τα απογεύματα στο «παράνομο» φροντιστήριο της μονοκατοικίας με τα κεραμίδια που είχε η κυρία Ελευθερία, στην οδό Εκαταίου, απέναντι από την επίσης μονοκατοικία που είχαμε νοικιάσει εμείς. Η κυρία Ελευθερία, παλιά φιλή της μάνας μου, μάζευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και τα προετοίμαζε για την άλλη μέρα. Ήταν μια κάπως αρχοντική γυναίκα με ευφράδεια ελληνικών, που ήξερε καλά Γαλλικά και που νομίζω μας προετοίμασε καλά για να «αντιμετωπίσουμε» την άγνωστή μας ακόμα Ξένου. Μαζί μας σ’αυτό το μικρό φροντιστήριο της γειτονιάς, ήταν ο Χρηστάκης ο Ευθυμίου και η «δεν μπορώ». Η «δεν μπορώ» ήταν μια υποχόνδρια τελείως οκνηρή παιδούλα που ό,τι και να την ρώταγες έλεγε «δεν μπορώ». Κλίνε μου το ρήμα «Είμαι», έλεγε η κυρία Ελευθερία. «Δεν μπορώ», απαντούσε μόνιμα η παιδούλα. Ευτυχώς μπορούσαν οι γονείς της να πληρώνουν. Αργότερα στο μικρό αυτό φροντιστήριο, μάς έκανε μαθηματικά ένας νεαρός φοιτητής από την επαρχία που λεγόταν Ανδρέας Σβέρκος. Είχε έντονη επαρχιώτικη προφορά και ήταν συγγενής με τον μπακάλη που είχε το μαγαζί γωνία Σπινθάρου κι Εκαταίου. Ήταν από μια μεγάλη οικογένεια με πολλά αδέλφια που μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα. Πολύ καλός γεωμέτρης. Εγώ τουλάχιστον κατάλαβα μέσω ενός Σβέρκου, πόσο ηλίθια ήταν η Μπούρα. Όχι ότι δεν το ήξερα από πριν, απλά μου το επιβεβαίωσε η Στερεομετρία του Ανδρέα. Έπρεπε βλέπεις να φανταστείς τα «επίπεδα» και η φαντασία δεν ήταν στα προσόντα μιας Μπούρα ή ενός –χικ- Κορώνη ή ενός Κουτσοχέρη (τον είχαμε λίγο στη Α’ Γυμνασίου, είχε μαγκούρα και ψεύτικο το ένα άκρο). Για να ξαναγυρίσω στο Βαρλάμη, η μεγάλη μας εκδίκηση ήταν στο τέλος της χρονιάς. Μας έβαζε να τραβήξουμε με κλήρο –κάτι τυλιγμένα χαρτάκια- τα θέματα που έβαζε στα διαγωνίσματα. Τα θέματα αυτά τα έγραφε σε ένα δικό του βιβλίο το οποίο ήταν σε κοινή θέα πάνω στην έδρα της τάξης, η οποία χρησίμευε και ως το γραφείο του Βαρλάμη. Κάθε μέρα λοιπόν διαλέγαμε το πιο εύκολο θέμα, βρίσκαμε σε ποιον αριθμό αντιστοιχούσε και παραμορφώναμε το αντίστοιχο χαρτάκι-κλήρο, για να φαίνεται λίγο πιο μεγάλο από τα άλλα. Το βάζαμε μάλιστα και πάνω-πάνω μη γίνει κανένα λάθος. Όταν ο Βαρλάμης ζήταγε από το καλό παιδί της τάξης να τραβήξει κλήρο, εκείνο διάλεγε –υπό τη δική μας απειλή μπουγελώματος- πάντα το παραμορφωμένο χαρτάκι. Ὀλοι άριστα! Σ’αυτό το δημοτικό της οδού Σπινθάρου, συναντήθηκα ξανά με την κα Ελεούσα που την είχα για λίγο δασκάλα στο Α’ Δημοτικό Αμφιθέας. Η κα Ελεούσα, λίγο πριν από τη χούντα, μας ελέησε με την «Αγωγή Πολίτου». Ένα άθλιο κείμενο, ύμνο για το παλάτι και τη «Φρεί/κη», γραμμένο για κάφρους. Όχι για μελλοντικούς πολίτες. Ήθελα να ήξερα, τα πίστευε αυτά η κα Ελεούσα; Ποτέ δε θα το μάθω.

Αυτές ήταν λοιπόν οι μέρες που γνωρίστηκα με τον Θόδωρο. Τα μετέπειτα στο Γυμνάσιο, τα ξέρετε. Ο πρώτος βάρβαρος διαχωρισμός σε τμήματα ανάλογα με το πρώτο γράμμα του επωνύμου μας, δεν είχε αντίκτυπο σε εμάς τους δυο, γιατί τα ονόματά μας ήταν κοντά και ήμασταν μαζί όλα τα χρόνια. Στην παρέα μάλιστα προστέθηκε κι ο Γιώργος. Ο ένας μπάλα, ο άλλος μπάσκετ, είχαν εμένα να τους συνδέω κι έτσι γίναμε και οι τρεις κολλητοί. Τις τρίπλες στις καρέκλες στο ταρατσάκι της οδού Καπετάν Βάρδα, ακολουθούσαν οι ραβέρσες στην παιδική χαρά της Λεύκας, της Αγκύλης ή ακόμη και της εξωτικής πλατείας Κουκακίου ή στο μακρινό Φωκιανό, στον Εθνικό Αθηνών, στο γηπεδάκι του Μετς κι αυτό ακόμα το ίδιο το Παναθηναϊκό Στάδιο που ήταν μάλιστα έδρα της μεγάλης ομάδας της ΑΕΚ, του ΠΑΟ, του Παγκρατίου και που μας άφηνε ο φύλακας που είχε και το καφενείο στην είσοδο δεξιά «να παίξουμε για λίγο». Στου Μετς πηγαίναμε κόβοντας δρόμο μέσα από το Α΄ Νεκροταφείο (εκεί που έδωσα Μ.Παρασκευή το πρώτο μου ρομαντικό(!) ραντεβού με κορίτσι – θα σας πω άλλη φορά τις συνθήκες) και βγαίναμε στον επάνω δρόμο από ένα μυστικό πορτάκι. Μπάλα παίζαμε στο οροπέδιο δίπλα από τις φυλακές ανηλίκων (σημερινός Λόφος Λαμπράκη). Βρίσκαμε ανάμεσα στα χόρτα και μπάλες –ή μήπως ήταν μηνύματα; - που είχαν πεταχτεί από μέσα από τις φυλακές, φτιαγμένες τέλεια από κάλτσες. Παιδιά κι εκείνα, παιδιά και μεις. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα είχαν μπουζουριάσει. Πόσο εγκληματικός μπορεί να ήταν εκείνη την εποχή ένας ανήλικος; Άντε να είχε κλέψει καμιά πατάτα στη λαϊκή ή να είχε ρίξει καμιά τζαμαρία με τη σφεντόνα.

Τα χρόνια λοιπόν του Γυμνασίου τα ξέρετε. Να θυμίσω μόνο μικρές στιγμές όπως τότε που στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων που την είχαν κόψει σε αίθουσες διδασκαλίας, ο Τίμης την ώρα του Κακιούση έκανε περιγραφή του αγώνα Κάσιους Κλέι εναντίον «Ακάθιστου Γελάει». Τότε που σε απάντηση της τσιρίδας «Σουτ!» που είχε βάλει o «γέρος»(;) για να κάνουμε ησυχία, ο Τίμης είχε πει «Γκοοοολ!». Τότε που κόντεψε να χάσει όλη τη χρονιά γιατί δεν είχε μαζί τα γυαλιά του και δεν μπορούσε να δει την υψωμένη κόλλα μου με λυμένα τα θέματα που είχε βάλει ο –χικ- Κορώνης. Μας χώριζε ο διάδρομος ανάμεσα στα θρανία μας κι αυτή η μικρή απόσταση ήταν τεράστια χωρίς τα γυαλιά του. Όταν άρχισα να του τα διαβάζω, μας πήρε είδηση ο –χικ- Κορώνης και μας άλλαξε θέση.

Παραμονές Χριστουγέννων 1977. Στο Ανατολικό Αεροδρόμιο (γιατί το λέγαμε έτσι; μόνο το τέρμιναλ άλλαζε), κόσμος πολύς για την αφεντιά μου που επέστρεφε για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια. Την ώρα που τσακωνόμουν με τον τελωνειακό για το ότι το φορητό κασετόφωνο που είχα στο χέρι δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο (λίγο ήθελα ακόμα για να το χαρίσω στο βλάχο), την ώρα που ο ταξιτζής πριν την έξοδο -μέσα ακόμα στον έλεγχο διαβατηρίων(!)- μου τράβαγε τη βαλίτσα από το χέρι για να μη χάσει την κούρσα, να ‘σου κι ο «μπέμπης» με το Astor στο στόμα. «Τι κάνεις εδώ βρε μαλάκα;». Απάντηση, «τι το ‘θελες το κασετόφωνο και περιμένουμε σαν τους μαλάκες έξω;». Εαυτέ μου, welcome back home! Φιατάκι 124, λευκό ζαχαρί, του κυρ-Θανάση, τσάρκα βραδυνή στο Λαιμό της Βουλιαγμένης για ανάσες. Λούλης: «Δεκέμβρης κι είσαι μόνο με το σακάκι!». Άλλη μια εντολή της μάνας μου στο φίλο μου να με πείσει να μείνω στην Ελλάδα, έπεσε στο κενό των βράχων του Λαιμού. Όλοι ξέραμε ότι ήταν πάρα πολύ νωρίς. Νωρίς για ο,τιδήποτε πριν το ’81.

Κι ενώ ζούσα μόνιμα έξω, κατά έναν περίεργο τρόπο έζησα από κοντά, εντελώς τυχαία(;), τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή του Θόδωρου. Τους δυο γάμους του –στον πρώτο μάλιστα εγώ κι ο Γιώργος ήμασταν οι μόνοι παρόντες «συγγενείς» του-, το θάνατο του πατέρα του που του στοίχισε και που ξέσπασε κλαίγοντας επάνω μου, η αγάπη του για την κα Αθηνά και τη Στέλλα, οι μικρές ή μεγάλες αγωνίες για τη Νανά ή ακόμα και πιο πεζά, αλλά πάντως σημαντικά για την καθημερινότητα θέματα. Η άνοδος του δολαρίου. «Τι λες κι εσύ που τους ξέρεις;» Το πρώτο PC που του συναρμολόγησα από την αρχή στο γραφείο του, την εποχή των Windows 3.11. Η σύνδεση με τον ΔΣΑ που δεν έπαιζε σωστά. Τηλεφωνικός διάλογος, «έβαλες όπως σου είπα στο μόντεμ την εντολή ata;». «Μωρέ εγώ την έβαλα, αλλά αυτό έχει πάει άτα».

Έρχονται στιγμές που η σιωπή είναι η καλύτερη λύση. Δε λες τίποτα, δε γράφεις τίποτα. Αφήνεις στους άλλους να λένε και να γράφουν γιατί όσα έχεις μέσα σου δε μεταφέρονται, δε λέγονται, δε γράφονται. Ειδικά όταν ο άλλος δεν ξέρει πρόσωπα και πράγματα. Τι να γράψεις δηλαδή για το Θόδωρο;

Λίγη αφρικάνικη τζάζ...