Είχα ξυπνήσει πολύ νωρίς εκείνη την ημέρα γιατί επικρατούσε αναστάτωση στο σπίτι. Ο αδελφός μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην Αεροπορία, ήταν με άδεια στο σπίτι και ο πατέρας μας που είχε πάρει πρώτος είδηση τι γινόταν, τον ξύπνησε από τα χαράματα για να γυρίσει στη βάση του, στην Ελευσίνα. «Ξύπνα, έγινε Δικτατορία». Πρώτη φορά άκουγα αυτή τη λέξη και μάλιστα μέσα στον ύπνο μου. Δεν ήμουν βέβαιος αν ήταν όντως ο πατέρας μου που ξύπναγε τον αδελφό μου ή έβλεπα κάποιο όνειρο. Έναν εφιάλτη. Πριν ακόμη βγει ο ήλιος καλά-καλά, ξεκίνησαν με το οικογενειακό μας αυτοκίνητο για την Ελευσίνα. Στο δρόμο υπήρχαν μπλόκα αλλά όταν έβλεπαν ότι ήταν μέσα στο αμάξι κάποιος με στολή, άνοιγαν εύκολα. Τέτοια οργάνωση! Μετά όμως, στην επιστροφή, είχε πρόβλημα να γυρίσει πίσω ο πατέρας μας. Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να έρθει κι επειδή δεν ξέραμε τι γινόταν, η μητέρα μας ανησυχούσε και για τους δυο. Στο μεταξύ είχαν κοπεί τα τηλέφωνα κι ακουγόντουσαν διάφορες φήμες. Κανείς δεν ήξερε τι πραγματικά γινόταν και το ραδιόφωνο έπαιζε εμβατήρια που διακόπτονταν από μια ξύλινη φωνή που μίλαγε περί αναστολής των άρθρων του Συντάγματος κλπ.
Αφού είχα ξυπνήσει πρωί, σηκώθηκα κι έκανα να βγω στο δρόμο. Η ώρα ήταν 8πμ και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μέναμε σε μια μονοκατοικία στην οδό Εκαταίου 67 και πήγα περίπου 20 μέτρα μέχρι τη γωνία της Σπινθάρου. Σε αυτό το σημείο ο δρόμος είναι κατηφορικός και έχεις οπτική επαφή με τη Φραντζή. Εκεί είδα από μακριά να περνάει με μεγάλη ταχύτητα ένα τεθωρακισμένο του στρατού και μετά ένα τανκ. Τότε συνειδητοποίησα ότι ήμουν εντελώς μόνος στο δρόμο, λες κι έπαιζα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Φοβήθηκα λίγο κι επέστρεψα σπίτι.
Ήταν πάντως μια ηλιόλουστη μέρα. Σε αντίθεση με το κακό που είχε ξημερώσει για τη χώρα. Κατά τις 1μμ χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο Γιάννης Φλεμετάκης που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και που τότε, στην Α’ Γυμνασίου, κάναμε πολλή παρέα. Ήμασταν απογευματινοί και είχε έρθει να με πάρει για να πάμε μαζί σχολείο, όπως έκανε κάθε μέρα. Ο Γιάννης (ο οποίος μάλιστα ήταν ανιψιός του Μαλαξιανάκη) έμενε κάπου κοντά στον Αϊ Γιώργη κι ερχόταν με τα πόδια. Το σπίτι μου ήταν ανάμεσα στο δικό του και το σχολείο κι έτσι πέρναγε πάντα και με έπαιρνε για να έχει παρέα στο υπόλοιπο της απόστασης. Αυτή τη φορά δεν πήγαμε πουθενά. Ο Γιάννης ήξερε ήδη ότι δεν θα είχαμε σχολείο. Το είχε μάθει από τα άλλα παιδιά, στο δρόμο. Μπήκαμε πάλι στο σπίτι κι αφήσαμε τις τσάντες στην είσοδο. Σχολείο δεν είχαμε ούτε την άλλη μέρα (τότε πηγαίναμε και τα Σάββατα) και η χαρά μας ήταν μεγάλη γιατί άρχιζαν και οι διακοπές του Πάσχα. Είχαμε κερδίσει δυο ημέρες ξεγνοιασιάς παραπάνω. Μακάρι να μη γινόταν έτσι. Δεν ξέραμε όμως τότε, τι σήμαιναν όλα αυτά και τι θα ακολουθούσε…
Το απόγευμα κάποια τηλέφωνα άρχισαν να λειτουργούν για λίγο και μετά πάλι έπεφταν. Πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου στη Βρεσθένης. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τους μεγαλύτερους να κάνουν συγκρίσεις της κατάστασης, με τη δικτατορία του '36. Κάποιος είπε «αν δεν είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος, ο Μεταξάς θα ήταν ακόμη στο σβέρκο μας». Πριν πέσει το φως, είχαμε γυρίσει πίσω στο δικό μας σπίτι και μετά από λίγο ακούσαμε στο ραδιόφωνο τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης:
«Πρωθυπουργός, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Κόλλιας…»
- Wow!
(όπως θα έλεγε κι ένας αμερικανός πεζοναύτης από το Idaho, κάπου εκεί μέσα στη βάση του Ελληνικού).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου