Φωτ. Ηλία Πετρόπουλου από το βιβλίο του «Η αυλή στην Ελλάδα», Εκδ. Φόρκυς, Αθήνα 1983
Τώρα που κοπάζει ο γνωστός κονιορτός του παραλογισμού, ας δούμε ένα έξοχο κείμενο που διαβάσαμε στο www.metarithmisi.gr
ekto1972
Ο Ρωμανός δε θέλει αγκιτάτορες. Γονείς θέλει.
Κώστας Κούρκουλος, 09/12/2014
Θα ξεκινήσω με μία ιστορία: Περίοδος δικτατορίας. Οι γονείς στο χωριό και ο κανακάρης τους φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, όπου νόμιζε ότι έκανε αντίσταση. Το κακό είναι ότι δεν το νόμιζε μόνον αυτός, αλλά δυστυχώς το νόμιζε και η ασφάλεια. Έτσι έκανε το λάθος να τον συλλαμβάνει με κάθε ευκαιρία.
Κάθε βράδυ ο πατέρας στο χωριό άκουγε Deutsche Welle. Ένα λοιπόν βράδυ, η Deutsche Welle μετέδωσε ότι ο γιος έχει συλληφθεί και άφηνε να εννοηθεί ότι ίσως έχει χτυπηθεί. Μόλις το άκουσαν στο σπίτι, η μάνα λιποθύμησε και ο πατέρας την άλλη μέρα βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Έμεινε για ένα μήνα περίπου και κάθε μέρα, στην καρδιά του χειμώνα – παρ’ ότι άρρωστος - στεκόταν έξω από την ασφάλεια της Βαλαωρίτου, απαιτώντας να δει το παιδί του. Βεβαίως, ούτε σημασία του έδιναν, ώσπου γύρισε στο χωριό άπραγος.
Όταν ο γιος έμεινε ελεύθερος, ειδοποίησε αμέσως ότι είναι καλά και τις επόμενες μέρες γύρισε και αυτός στο χωριό. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, συνάντησε τον πατέρα του και μαζί πήγαν στο σπίτι. Στο δρόμο ο γιος μίλαγε για τη χούντα. Ο πατέρας – ένας από τους πιο ανιδιοτελείς, αλλά και πιο ανθρώπινους επαναστάτες που γνώρισε ο γιός – ούτε που ήθελε να ακούσει. Το μόνο που τον ενδιέφερε εκείνη την στιγμή, ήταν το παιδί του. Έτσι τον ρώταγε μονότονα αν τον χτύπησαν, αν είναι καλά και όλα τα σχετικά. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιέφερε.
Στο σπίτι η μάνα τον υποδέχτηκε κλαίγοντας, με εκείνη τη σιωπηλή τρυφερότητα, που δεν περιγράφεται, αλλά μόνο νοιώθεται. Και αφού τέλειωσε η υποδοχή, ήλθε η απογοήτευση της μάνας. Την έπιασε το παράπονο που ο γιος δεν τους ειδοποίησε ότι έρχεται και έτσι δεν του είχε έτοιμο εκείνο το φαγητό που του άρεσε και που πάντα της έλεγε, πως κανείς δεν μπορεί να το κάνει σαν κι αυτήν. (Το ίδιο φαγητό επιχειρεί και ο ίδιος σήμερα να κάνει στα παιδιά του, αλλά τον απογοητεύουν. Για άλλο όμως λόγο. Του λένε ότι δεν είναι σαν της γιαγιάς).
Με το που έπεσε η χούντα, δεν υπέβαλε μήνυση για τα βασανιστήρια. Σε ένα πέρασμά του όμως από το βιβλιοπωλείο της Καίτης στην Καμάρα όπου συγκεντρώνονταν οι φίλοι του, τον ρώτησαν αν είχε υποβάλει μήνυση, διότι ήταν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας. Ντράπηκε, γιατί αισθάνθηκε ότι δεν είχε κάνει το καθήκον του. Πήγε λοιπόν κατευθείαν στην εισαγγελία και υπέβαλε μήνυση. Όταν όμως στη συνέχεια το ανακοίνωσε στον πατέρα του, πήρε μία σουρεαλιστική για την εποχή απάντηση, που μόνον ένας αληθινός επαναστάτης μπορούσε να δώσει: «Ντροπή. Μπορεί αυτοί να μας ρήμαξαν, αλλά δεν θα κάνουμε τα ίδια. Δεν είμαστε σαν κι’ αυτούς». Έτσι ο γιός δεν πήγε καν στο δικαστήριο να υποστηρίξει τη μήνυσή του.
Κι αν δεν ήταν φανατικός! Μέχρι το πανεπιστήμιο σκεφτόταν να παρατήσει διότι, παίζοντας τον αντιεξουσιαστή, το θεωρούσε ως «τον βασικό μηχανισμό παραγωγής της κοινωνικής ιεραρχίας». Κι’ όταν μάλιστα κάποτε ένας φίλος του υπενθύμισε πως χρειαζόμαστε τα πανεπιστήμια, διότι έχουμε έστω ανάγκη από γιατρούς, απάντησε πως, στο σοσιαλισμό που είχε υπ’ όψη του, οι άνθρωποι δεν θα αρρώσταιναν!
Ποιο ήταν λοιπόν το εσωτερικευμένο όριο που δεν επέτρεπε στον φανατικό της ιστορίας μας, να τοποθετήσει το ναρκισσισμό του πάνω από την κοινωνία; Που δεν του επέτρεψε δηλαδή να ορίσει την επιθυμία του ή το παραλήρημά του ως ανώτατη αρχή, ώστε να γίνει ήρωας και ηγέτης; Τι ήταν εν τέλει αυτό που τον έφερνε «στα ίσια του»;
Δεν ήταν τίποτε άλλο, από τον εκκοινωνισμό του. Δηλαδή την αποδοχή του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μόνο το υπερδιογκωμένο του εγώ, αλλά και ο άλλος. Και στην αποδοχή αυτή τον οδηγούσε η παράσταση των γονιών του. Η οποία επί πλέον, με τον συνδυασμό τρυφερότητας και κανόνων – αυτό δηλαδή που η Ρούλα Γεωργακοπούλου, σε ένα συγκλονιστικό της κείμενο, ονόμασε ως «φάση της γάτας» - του επέτρεψε να ορίσει και θετικά τον εαυτό του. Ενώ, όταν «δεν μπορεί κανείς να ορίσει θετικά τον εαυτό του, τον ορίζει με το μίσος προς τον άλλο»[1] Άσε που και το μίσος προς τον άλλο, δεν είναι άσχετο με το μίσος απέναντι στον εαυτό, δηλαδή «τη πιο σκοτεινή μορφή μίσους» [2]
Θα μου πείτε γιατί όλα αυτά; Η απάντηση είναι προφανής: Με αφορμή την υπόθεση Ρωμανού. Δεν έχει καμία σημασία η αναζήτηση της «ρίζας» του μίσους αυτού του παιδιού. Ούτε αν το γενικό μίσος που εκπέμπει, είναι το αρχικό μίσος απέναντι στον εαυτό του ή απέναντι στους γονείς του, το οποίο σήμερα στρέφεται κατά της κοινωνίας. Ούτε καν αν το καλάσνικωφ προηγουμένως και με όσα αυτό σημαίνει, καθώς και η απεργία πείνας σήμερα, είναι και μία τιμωρία απέναντι στους γονείς του, όπως πολλοί υποστηρίζουν.
Σημασία έχει ότι εγκλωβίστηκε σε ένα αδιέξοδο παραλήρημα. Και αισθάνεται σπουδαίος. Όπου μπορεί ακόμη και ο θάνατός του να τον κάνει να αισθάνεται ακόμη πιο σπουδαίος. Μέσα μάλιστα σε μία φρικτή συνθήκη, όπου όλοι οι «συμπαραστάτες», φαίνεται να τον θέλουν νεκρό, για να τον κάνουν σημαία. (Αλήθεια, πόσοι από αυτούς θα ήταν ευτυχείς, αν το παιδί τους κυκλοφορούσε με καλάσνικωφ; Και πόσοι θα πανηγύριζαν μπροστά στον κίνδυνο να πεθάνει το παιδί τους;). Με δυο γεννήτορες μάλιστα, που συμπεριφέρονται δημόσια όχι ως γονείς, αλλά ως πολιτικοί αγκιτάτορες, παροξύνοντας έτσι το αδιέξοδο. Και με μία υπεράσπιση – δεν αναφέρομαι στο νομικό μέρος, για το οποίο δεν μου πέφτει λόγος – η οποία κινείται πολιτικά με όρους λούμπεν.
Ενώ ο Νίκος Ρωμανός, ένα παιδί στη μετεφηβική ηλικία, δεν έχει ανάγκη ούτε από αγκιτάτορες, ούτε από χειροκροτητές, που τον χρησιμοποιούν μάλιστα ως εργαλείο στην αυτοκτονική του πορεία. Ούτε καν από τιμωρούς. Από γονείς έχει ανάγκη. Και αφού οι γονείς «λείπουν σε ταξίδι», επειδή ανέλαβαν αλλότρια έργα, οφείλουμε εμείς να φερθούμε ως γονείς. Έχουμε το παράδειγμα των γονιών της ιστορίας που προηγήθηκε. Αλλά και την ανάλογη περίπτωση στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, που με τη στάση του, κέρδισε το σεβασμό όλων μας. Και να σταθούμε δίπλα του, όχι για να δικαιώσουμε τον εαυτό μας μέσω του «ήρωα» που αυτοκτονεί, αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: Για να του δηλώσουμε ότι θέλουμε να ζήσει. Για ένα και μόνο λόγο: Για να χαιρόμαστε να τον βλέπουμε. Και να του δώσουμε επί πλέον να καταλάβει ότι, ναι μεν τρομάζουμε και στην ιδέα ότι ο Νίκος, το παιδί μας, κυκλοφορούσε με καλάσνικωφ, αλλά είμαστε δίπλα του ως γονείς. Και πονάμε, ακόμη και όταν πεινάει το παιδί μας. Έστω και με τη θέλησή του. Και το μόνο παράπονο που έχουμε, είναι πως δεν μπορούμε να του φτειάξουμε το φαγητό που του αρέσει. Σαν τη μάνα της ιστορίας μας. Και τότε πρέπει να είναι όλοι σίγουροι, πως ο Νίκος δεν θα ξαναπιάσει καλάσνικωφ.
[1] Καστοριάδης, «Ακυβέρνητη Κοινωνία», εκδόσεις Ευρασία
[2] Καστοριάδης, «Οι ρίζες του μίσους».
Ο Κώστας Κούρκουλος είναι δικηγόρος.
4 σχόλια:
Δύο απορίες μου δημιούργησε το παραπάνω κείμενο.
Η πρώτη από που διαπίστωσε ο "εγκριτος" σχολιογράφος την απουσία γονέων.
Χωρίς να μπορώ να αποκλείσω ότι ενδεχομένως ισχύει κάτι τέτοιο, πρέπει να γνωρίζει, κάποιος, άμεσα και από πολύ κοντά, τον τρόπο που μεγάλωσε το συγκεκριμένο παιδί και την αντιμετώπισή από τους γονείς του. 'Εχει τέτοια στοιχεία ο σχολιογράφος, αλλιώς από που αντλεί τα βαρύγδουπα συμπεράσματα; Είναι (ενδεχομένως, δεν το γνωρίζω) παιδί χωρισμένων γονέων; Ακόμα και έτσι να είναι τι σημαίνει αυτό;
Το δεύτερο η φοβερή απρέπεια απέναντι στο συνάδελφο. Τι θα πει λούμπεν υπεράσπιση;
Όταν άρχισα να διαβάζω το κείμενο δεν έδωσα μεγάλη σημασία, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιον κοινωνιολογούντα σχολιογράφο (από αυτούς που ευδοκιμούν στις μέρες μας και έχουν γνώση επί παντός).
΄Οταν στο τέλος είδα την ιδιότητα, το επαναλαμβάνω, μου προκάλεσε χειρίστη εντύπωση.
Δεν έχει μάθει ο "συνάδελφος' ότι το έργο μας, ειδικά στην ποινική δίκη,το ασκούμε με βάση τρεις παραμέτρους.
Τη νομοθεσία που ρυθμίζει τη σχετική συμπεριφορά, το πραγματικό υλικό και τις οδηγίες του ίδιου του κατηγορούμενου;
Ο "συνάδελφος" είναι σε θέση να γνωρίζει μόνο το πρώτο από τα τρία παραπάνω.
Ούτε τη δικογραφία έχει, ούτε πολύ περισσότερο έχει επαφή και γνώση των απόψεων του ίδιου του Ρωμανού.
Πως μπορεί λοιπόν να εκστομίζει μία τόσο φοβερή απρέπεια.
Τέλος έχει λάβει τεράστια έκταση, τείνει να καταστεί του συρμού, μία τάση, από άτομα που στερούνται εξειδικευμένης γνώσεως, να αξιολογούν πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές με όρους ψυχανάλυσης.
Ο Φρόϋντ και οι συνεχιστές του εισήγαγαν μία μέθοδο και άνοιξαν ένα παράθυρο γνώσης πολύ σημαντικό για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Με δύο επιφυλάξεις:
α. Δεν είναι για κάθε άσχετο και
β. Δεν είμαστε αναγκαία αθύρματα του υποσυνείδητου.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η απουσία γονέων είναι πασιφανής. Ποιός διανοείται να μεγαλώνει τα παιδιά του ενσταλάζοντας το μίσος στην ψυχή τους; Διότι, με συγχωρείτε και διορθώστε με αν κάνω λάθος, πως γίνεται ένας άνθρωπος, στην πιο τρυφερή του ηλικία, να κρίνει την κοινωνία και να την απορρίπτει συλλήβδην; Με ποιά κριτήρια και ποιές προσλαμβάνουσες παραστάσεις; Πότε πρόλαβε να την γνωρίσει και πότε πρόλαβε να την μισήσει;
Ένα βράδυ στα Εξάρχεια.
Στις 06 Δεκεμβρίου 2008.
Προς Δημήτρη Ζεβόλη (σχόλιο επί σχολίου).
Για μισό λεπτό Δημήτρη, έζησες κι εσύ στην πιό τρυφερή σου ηλικία, όχι "ένα βράδυ στα Εξάρχεια" αλλά μια ολόκληρη εφταετία. Δεν σε βλέπω όμως να κρατάς κανένα κασλάνικοφ και να εκδικείσαι την κουφάλα την κοινωνία. Και για να τελειώνουμε με τα παραμύθια της κρατικής καταστολής και των κακών μπάτσων που σκοτώνουν αθώα παιδιά και τραυματίζουν ψυχικά τους φίλους τους, μέτρα μου σε παρακαλώ τους νεκρούς της κρατικής καταστολής, να σου μετρήσω εγώ τους νεκρούς της επαναστατικής βίας. Αυτά.
Δημοσίευση σχολίου