του Κώστα Κορωναίου
(ΣΤ' Γυμνάσιο 1972)
Από τότε που διάβηκα τον Ρουβίκωνα (γύρω στα 50 νομίζω ότι είναι αυτό) κάθε φορά που πλησιάζει το Πάσχα, ελπίζω ότι θα ξαναμπορέσω να ζήσω λίγο από τη μαγεία των Πάσχα των παιδικών μου χρόνων. Μάταια όμως. Τίποτε δεν είναι πια το ίδιο με τότε. Η εποχή της αθωότητας έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Δεν υπήρξα ποτέ ιδιαίτερα θρησκευόμενο άτομο, πλην όμως το τελετουργικό της Μεγάλης Βδομάδας με γοήτευε. Συμμετείχα ολόψυχα. Υπήρχε, τότε, μια μυσταγωγία που αιχμαλώτιζε το πνεύμα και τις αισθήσεις μου. Αφηνόμουν έτσι να παρακολουθώ και να συμμετέχω στις εκδηλώσεις της Μεγάλης Βδομάδας με όλο μου το είναι. Κάθε τέτοια εποχή, ζούσα γι αυτό. Μέχρι και παπαδάκι είχα ντυθεί, να κουβαλώ τις λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα. Και το απολάμβανα.
Το κέντρο της γιορτής ήταν η Παναγίτσα, της οδού Σωστράτους. Κυριακή των Βαΐων, από νωρίς ήμασταν έτοιμοι γι αυτό που θ’ ακολουθούσε. Το «ιδού ο νυμφίος έρχεται» ηχούσε στ’ αυτιά μας ως το σφύριγμα της έναρξης των θείων παθών. Η εκκλησία φωταγωγημένη και σημαιοστολισμένη, κόσμος πολύς, οι περισσότεροι γείτονες, γνωστοί μεταξύ μας, οι χαιρετούρες περίσσευαν. Τα κοριτσόπουλα, ολόφρεσκα, φορώντας ρούχα πεντακάθαρα και καλοσιδερωμένα, σ’ ένα αδιάκοπο πήγαιν’ έλα, αναζητώντας μια ματιά από τα «μεγάλα αγόρια» της γειτονιάς. Μικροπωλητές, σουλατσαδόροι, ζητιάνοι, όλοι είχαν θέση στο προαύλιο και τα σκαλιά της Παναγίτσας. Και μέσα στο ναό, η στεντόρεια φωνή του παπα-Κώστα του «μικρού», πάσχιζε να διεκπεραιώσει με συνέπεια την αναπαράσταση του θείου δράματος.
Στην Παναγίτσα λειτουργούσαν τότε δύο άξιοι ιερωμένοι, ο Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης (ο παπα-Κώστας «ο μεγάλος» όπως όλοι τον έλεγαν, επειδή ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία) και ο Κωνσταντίνος Δεληγιάννης (ο παπα-Κώστας «ο μικρός») ο οποίος είναι ακόμα στο πόστο του, μέχρι και σήμερα. Σεβάσμιες μορφές και οι δύο. Και έντιμοι κληρικοί, εξ όσων γνωρίζω, ανεξάρτητα από την πρόσδεσή τους στο Ιερωνυμικό άρμα (πράγμα που πληροφορήθηκα πολύ αργότερα). Ο παπα-Κώστας ο μεγάλος, με τα κάτασπρα γένια και μαλλιά, ήταν σχεδόν μορφή βιβλική. Έφερνε πολύ του Μωυσή (ή τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα μάτια μου) όπως τον εικονογραφούσαν τα βιβλία Θρησκευτικών που είχαμε στο Γυμνάσιο. Ο παπα-Κώστας ο μικρός, άνθρωπος προσηνής και καταδεχτικός, είχε το χάρισμα της φωνής. Μοναδικός ιερουργός και ψάλτης. Οι ψαλμωδίες της Μεγαλοβδομάδας λες κι είχαν γραφτεί γι’ αυτόν. Κυριολεκτικά, μεγαλουργούσε!
Η πρώτη μεγάλη στιγμή ήταν την Μεγάλη Τρίτη το βράδυ. Ποτέ, μα ποτέ δεν έχει ακούσει άνθρωπος (εκτός από τους λίγους τυχερούς ενορίτες της Παναγίτσας) το τροπάριο της Κασσιανής όπως το έψαλε η χορωδία του Τάκη Σαλατέλη, από τον γυναικωνίτη του ναού. «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει». Εκπληκτικός ύμνος!!! Από μια χορωδία που απαρτίζονταν, κυρίως, από παιδιά της διπλανής πόρτας, που είχαν τόση σχέση με την εκκλησιαστική μουσική, όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο.
Ευτυχήσαμε τα χρόνια εκείνα (60’s-70’s) να έχουμε στην ενορία μας τον Τάκη τον Σαλατέλη. Έναν νέο άνθρωπο, δραστήριο και δημιουργικό, τον οποίο εγώ γνώρισα ως ψάλτη στην Παναγίτσα. Δεν γνωρίζω τι σπούδαζε, υποθέτω στη Θεολογική Σχολή πήγαινε, γιατί αργότερα, θυμάμαι, χειροτονήθηκε παπάς. Ο Τάκης λοιπόν, που έμενε σχεδόν απέναντι από την εκκλησία, στην οδό Ιππονίκου, είχε αυτό που λέμε «μεράκι». Και το έδειχνε. Η καταπληκτική χορωδία που είχε φτιάξει, είχε δύο συνθέσεις, μία light για τις λειτουργίες των Κυριακών και των εορτών και μια «διευρυμένη» για τις ανάγκες του Πάσχα. Θυμάμαι, παραμονές Πάσχα, την «παρέα» των χορωδών, να εγκαταλείπουν τα καφενεία και να μαζεύονται κάθε απόγευμα στον υπόγειο χώρο, κάτω από το ναό της Παναγίτσας, για πρόβες. Καμιά φορά, τύχαινε να περάσω απ’ έξω και πάντα στεκόμουν για λίγα λεπτά προκειμένου να πάρω μια πρόγευση των εκπληκτικών βυζαντινών μελωδιών του Πάσχα.
Η Μεγάλη Τετάρτη κυλούσε ήρεμα, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις. Το τελετουργικό δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, εκτός από το «μύρωμα» των πιστών. Καθαροί και φρεσκοσιδερωμένοι, ξεκινάγαμε από το σπίτι νωρίς το απόγευμα να πάμε στην εκκλησία, να μας αλείψει ο παπάς με τ’ άγιο μύρο. Συνήθως πηγαίναμε μικρές παρέες από γειτονάκια, ποτέ με τους γονείς. Ήμασταν «μεγάλοι» πια κι είχαμε τους δικούς μας ρυθμούς.
Την Μεγάλη Πέμπτη άρχιζε ουσιαστικά η συμμετοχή μας στα δρώμενα. Από νωρίς το απόγευμα, κλεινόμασταν στο ιερό του ναού, φορούσαμε την άσπρη μακριά στολή που έμοιαζε με ράσο, αυτή που φορούν τα παπαδάκια και σήμερα, έτοιμοι να παίξει ο καθένας το ρόλο του στο τελετουργικό της μέρας. Να κρατάμε τις λαμπάδες, τα φαναράκια και τα εξαπτέρυγα, το θυμιατό κι ό,τι άλλο χρειαζόταν, όταν ο παπα-Κώστας, πότε ο «μικρός» και πότε ο «μεγάλος», έβγαιναν μπροστά στην ωραία πύλη, για να διαβάσουν κάποιο από τα 12 Ευαγγέλια της ημέρας. Τα 12 Ευαγγέλια ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια και πιο κουραστική λειτουργία των ημερών, με πολλή ένταση και συγκίνηση για τους πιστούς, που γέμιζαν ασφυκτικά την εκκλησία. Κι εκεί, στη μέση περίπου της λειτουργίας, μετά το 6ο Ευαγγέλιο νομίζω, έβγαινε ο παπα-Κώστας ο μικρός από την πλαϊνή πύλη του Ιερού, κρατώντας τον Σταυρό με τον Εσταυρωμένο, ψάλλοντας μέσα σε απόλυτη συγκίνηση και κατάνυξη το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν». Κι όλο αυτό, περιφέροντας τον Σταυρό, αργά-αργά, σε όλο το ναό, μέσα σε μισοσκόταδο, αφού οι πολυέλαιοι έσβηναν και οι πιστοί άναβαν τα κεριά που κρατούσαν, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Ήταν κάτι που μου άρεσε και επεδίωκα κάθε φορά να κάνω. Να χτυπάω τις καμπάνες. Αν δεν συμμετείχα στην περιφορά του Σταυρού, ανέβαινα πάντα στο καμπαναριό για το χτύπημα της καμπάνας. Όταν αργότερα η Παναγίτσα εκσυγχρονίστηκε, βάζοντας ηλεκτρικό σύστημα για το χτύπημα της καμπάνας, στεναχωρήθηκα γιατί έχασα το προνόμιο, όπως το θεωρούσα, να χτυπώ τις καμπάνες.
Μετά το τέλος της λειτουργίας κι αφού ο κόσμος αποχωρούσε για τα σπίτια του, εμείς παραμέναμε στις θέσεις μας. Είχαμε δουλειές να κάνουμε. Κάποιες γυναίκες αναλάμβαναν τον καθαρισμό από τα κεριά που είχαν πέσει στο πάτωμα. Άλλες, αναλάμβαναν το πένθιμο στολισμό, κρεμώντας από τα καντήλια, τους πολυέλαιους, τα μανουάλια και τις εικόνες, μεγάλες μωβ κορδέλες. Οι πιο νέες αναλάμβαναν τον στολισμό του επιτάφιου. Εκατοντάδες άνθη, τα οποία έφερναν οι πιστοί, περνιόντουσαν ένα-ένα σε κλωστές και στη συνέχεια δένονταν στον επιτάφιο. Κι εμείς, οι πιτσιρικάδες, όλο και κάπου χρειαζόταν να βοηθήσουμε. Να μην τα πολυλογώ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τα πάντα ήταν έτοιμα για την επομένη.
Θεωρούσα πάντα την Μεγάλη Παρασκευή σαν την κορυφαία ημέρα της Μεγαλοβδομάδας και του θείου δράματος. Από το πρωί στις 8 είχαμε την ακολουθία των Ωρών, με καταπληκτικούς βυζαντινούς ύμνους, που τους έψελνε, εξίσου καταπληκτικά, η χορωδία του Τάκη Σαλατέλη. Στη διάρκεια της λειτουργίας αυτής, γίνεται η αναπαράσταση της αποκαθήλωσης του Χριστού από τον Σταυρό, τυλιγμένου στην Ιερά Σινδόνη, και λίγο μετά, η είσοδος του επιτάφιου στο ναό. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα και οι υπέροχες ψαλμωδίες μαγνήτιζαν τους πιστούς, οι οποίοι συνέρρεαν κατά εκατοντάδες στην Παναγίτσα.
Το βράδυ, ήταν το αποκορύφωμα του εορτασμού. Η χορωδία του Σαλατέλη, στην οποία είχαν τώρα προστεθεί και γυναικείες φωνές, απογείωνε τις αισθήσεις, με τα εγκώμια, σε τρεις στάσεις. Στάση πρώτη: «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν» και μετά, Στάση δεύτερη: «Άξιον εστί, μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην, τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού» και στο τέλος, Στάση Τρίτη: «Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου, προσφέρουσι, Χριστέ μου». Κι ύστερα, η έξοδος από το ναό και η περιφορά του Επιταφίου στη γειτονιά. Πότε ακολουθώντας διαδρομή προς την Φραντζή κι ακόμα πιο κάτω, μέχρι την Ευστρ. Πίσσα, και πότε προς τα πάνω, την οδό Ευδόξου. Φορτωνόμουν, πότε ένα φαναράκι και πότε μια λαμπάδα και συμμετείχα στην περιφορά, πάντα δίπλα στον Eπιτάφιο. Μεγάλη τιμή! Τα πρώτα χρόνια, οι περιφορές ήταν αρκετά μεγάλες, «χορταστικές». Ύστερα, σιγά-σιγά, επειδή οι περιφορές πήραν χαρακτήρα περισσότερο «χαβαλέ» (συνέτεινε σ’ αυτό και η Χούντα με τις απαγορεύσεις της. Ο κόσμος, θέλοντας να αντιδράσει στην καταπίεση, κατέφευγε σιγά-σιγά σε ακραίες εκδηλώσεις. Μια απ’ αυτές ήταν και η ρίψη κροτίδων και βαρελότων κατά την περιφορά του επιταφίου αλλά και στην Ανάσταση, ακόμη κι ανάμεσα στα πόδια των παπάδων, πράγμα που φυσικά τους εκνεύριζε) σκέφτηκαν οι παπάδες κι αποφάσισαν, από αντίδραση, να περιορίσουν την περιφορά. Μια χρονιά μάλιστα, η περιφορά έγινε ακριβώς το τετράγωνο γύρω από τον ναό: Σωστράτους – Ιππάρχου – Μύσωνος – Αγκύλης – Σωστράτους. Τις επόμενες χρονιές, μάλλον το ξανασκέφτηκαν και κάπως άνοιξε ο κύκλος της περιφοράς, αλλά ποτέ οι περιφορές του Eπιτάφιου της Παναγίτσας δεν επανήλθαν στις παλιές διαδρομές.
Το Μεγάλο Σάββατο είχε περισσότερο διαδικαστικό χαρακτήρα, εν αναμονή της Ανάστασης, το βράδυ. Εκεί, γύρω στις εντεκάμιση, ξεκινούσαμε από το σπίτι, όλη η οικογένεια, προκειμένου να βρεθούμε σε κάποια «καλή» θέση, κοντά στην εξέδρα που στηνόταν στο προαύλιο της εκκλησίας. Είχε γίνει συνήθειο όμως να στεκόμαστε σχεδόν πάντα στην ίδια θέση και να έχουμε γύρω μας σχεδόν πάντα τους ίδιους –γνωστούς- ανθρώπους, με τους οποίους ανταλλάσσαμε ευχές μετά το Χριστός Ανέστη. (Το συνήθειο να κάνω Ανάσταση στην Παναγίτσα το κράτησα κι αφού μεγάλωσα κι έκανα οικογένεια, ακόμα κι όταν είχα αλλάξει γειτονιά, στο Νέο Κόσμο μεν, αλλά σε άλλη περιοχή. Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα κανένα γύρω μου, ούτε που συνάντησα κάποιον παλιό γνωστό, γείτονα, συμμαθητή. Από τότε άλλαξα εκκλησία. Έτσι κι αλλιώς κι εκεί που πάω τώρα, όλοι άγνωστοι μου είναι).
Δώδεκα παρά είκοσι, έβγαινε ο παπα-Κώστας στην Ωραία Πύλη και μοίραζε το «άγιο φως», που είχε έρθει νωρίτερα στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου, στην Πλάκα, από τους Αγίους Τόπους- «Δεύτε, λάβετε φως...» Και μέχρι παρά δέκα, όλοι είχαμε τις λαμπάδες αναμμένες. Στο μεταξύ, έβγαιναν κι οι παπάδες στην εξέδρα για το τελετουργικό της Ανάστασης. Διάβαζε ο παπα-Κώστας ο μικρός το αναστάσιμο Ευαγγέλιο, με τη γνωστή δυνατή, καθαρή και μελωδική φωνή του «...διαγενομένου του Σαββάτου, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Και λίαν πρωί της μιάς σαββάτων, έρχονται επι το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγον προς εαυτάς, τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος, ήν γάρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. Ο δέ λέγει αυταίς, μή εκθαμβείσθε, Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον, ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω, ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν, εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Και εξελθούσαι έφυγον απο του μνημείου, είχε δέ αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γάρ...». Κι αμέσως μετά, κάποιες ευχές και ... «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος» μέσα σε ορυμαγδό κωδωνοκρουσιών, κροτίδων, ρουκετών, βεγγαλικών, πυροτεχνημάτων και βαρελότων. Πιτσιρικάς τα φοβόμουν όλ’ αυτά. Έκανα προσπάθεια να πειθαρχήσω τον εαυτό μου και να μην αφήσω τους φόβους μου να με επηρεάσουν. Κάποια χρονιά μάλιστα, προσποιήθηκα τον πολύ νυσταγμένο για να μείνω σπίτι και να μην πάω στην ανάσταση με την οικογένεια. Δεν μου πέρασε, έτσι δεν το ξαναεπιχείρησα ποτέ. Τώρα πια, για να ‘μαι ειλικρινής, δεν φοβάμαι τις κροτίδες αλλά τη βλακεία αυτών που τις ρίχνουν ανάμεσα στον κόσμο. Δεν έχω καμιά όρεξη να βρεθώ ξαφνικά σε κάποιο Νοσοκομείο με απώλειες σε κάποιο μάτι, αυτί, δάχτυλο ή δεν ξέρω τι άλλο. Τόσα συμβαίνουν κάθε χρόνο. (Επίσης, φοβάμαι και τα πιτσιρίκια που περιφέρονται, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες και κεριά και δεν ξέρεις από που να φυλαχτείς για να μη φουντώσεις).
Κάποια στιγμή, τα Χριστός Ανέστη τέλειωναν και οι παπάδες, με την υπόλοιπη κουστωδία, επέστρεφαν στο ναό, προκειμένου να συνεχίσουν την αναστάσιμη λειτουργία, που κρατούσε μέχρι τις 2 τη νύχτα. Ποιος καθόταν όμως μετά την Ανάσταση; Με τις λαμπάδες αναμμένες, όλοι κατευθείαν στο σπίτι για την μαγειρίτσα και τα κόκκινα αυγά. Έτσι κι αλλιώς, γι αυτή τη στιγμή ζούσαμε κάθε Μεγάλο Σάββατο.
Από τότε, έχω γιορτάσει δεκάδες Πάσχα. Πότε στην πόλη και πότε σε κάποια επαρχία. Ποτέ μου δεν ξαναβρήκα τη μαγεία του Πάσχα των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων. Ίσως ήταν ένα κομμάτι της εποχής της αθωότητας, που έχει πια χαθεί οριστικά.
Κώστας Κορωναίος
Πάσχα 2010