Έχουν κλείσει σχεδόν τέσσερα χρόνια που η χώρα μας ταλανίζεται ανάμεσα σε πολιτικο-οικονομικές θεωρίες και ερωτήματα που ακόμη κι ορισμένοι από τους πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών της, θα είχαν προ πολλού προσπεράσει. Κι ασφαλώς θα ενοχλεί αφάνταστα πολλούς συμπολίτες μας το γεγονός ότι κανένα από τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, εντός ή εκτός Βουλής, μικρό ή μεγάλο, νέο ή παλιό, δεν καταλαβαίνει ή κάνει πώς δεν καταλαβαίνει, τα πιο απλά ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, εξακολουθώντας μάλιστα να θέτει στο λαό μας εντελώς ανούσια και αποπροσανατολιστικά διλήμματα. Τέτοια είναι η συνεχής συζήτηση για το «Μνημόνιο ή μη-Μνημόνιο», το «Ευρώ ή μη-Ευρώ» κι ακόμη το «εντός ή εκτός ΕΕ» που κάθε λίγο και λιγάκι έρχονται στην επικαιρότητα, χωρίς όμως να εξετάζεται στην ουσία του το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που είναι η απουσία Παραγωγής και κατά συνέπεια η έλλειψη ανάπτυξης και η πρωτοφανής άνοδος της ανεργίας που την συνοδεύει.
Είναι σαφές ότι εδώ και πολλά χρόνια η χώρα μας δεν έχει απολύτως καμία παραγωγική ειδίκευση. Η είσοδός μας στην ΕΟΚ το 1979, έπληξε καίρια τα επόμενα χρόνια την αγροτική μας παραγωγή, η οποία παράλληλα με την αποβιομηχανοποίηση που είχε ήδη ξεκινήσει αλλά και την από-βιοτεχνοποίηση που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες, κατάφερε να εκμηδενίσει σχεδόν την ετικέτα «made in Greece» και να οδηγήσει μια εύφορη χώρα, πλούσια σε πρώτες ύλες και σε ανεξάντλητες ήπιες μορφές ενέργειας, να εισάγει σήμερα από το εξωτερικό σχεδόν τα πάντα. Κι αν η ανοικοδόμηση έφερε προσωρινά και για μερικά μόνο χρόνια την ψευδαίσθηση ενός ανθηρού κύκλου εργασιών σε πολλούς τομείς (από τσιμεντοποιούς και μαραγκούς, έως μηχανικούς και συμβολαιογράφους) τα διαμερίσματα ή τα εξοχικά, σε καταπατημένα ή μη, δασικά ή μη, οικόπεδα, ασφαλώς δεν είναι από τις παραγωγικότερες επενδύσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια εθνική οικονομία σε βάθους χρόνου. Με την απουσία μάλιστα οποιασδήποτε σοβαρής μακροπρόθεσμης επιστημονικής έρευνας και την ελάχιστη ελληνική προστιθέμενη αξία στις εισαγόμενες τεχνολογίες αιχμής, η χώρα για πολλά χρόνια στράφηκε μοιραία στις υπηρεσίες (τράπεζες, τουρισμός) ή στο μικρομεσαίο εμπόριο, χωρίς όμως να καταφέρει ποτέ να γίνει κι εδώ απόλυτα πρωτοπόρα και δακτυλοδεικτούμενη. Το τουριστικό μας προϊόν για παράδειγμα, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους «αρχαίους ημών προγόνους» ή στις φυσικές ομορφιές μιας πατρίδας που κάνουμε όμως περίπου το παν για να καταστρέψουμε. Δεν έχουμε δηλαδή ούτε σε αυτόν τον τομέα καταφέρει να αποκτήσουμε εθνική πολιτική, ενώ και η εθνική συνείδηση και ευαισθησία για τα δάση μας και τους αιγιαλούς μας, απασχολεί απελπιστικά λίγους συνειδητοποιημένους συμπολίτες μας. Αυτό άλλωστε ήταν και το χαρακτηριστικό δεκαετιών με τις επιδοτήσεις των αγροτικών μας προϊόντων και την κατασπατάληση πόρων. Παντού δηλαδή είχαμε έλλειψη στρατηγικής και μακροπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής.
Όταν λοιπόν μια χώρα δεν παράγει σχεδόν τίποτα, δεν έχει πια κανένα απολύτως νόημα τι είδους υποτίμηση υφίσταται ή σε ποιο νόμισμα κάνει συναλλαγές. Τα Μνημόνια εν πολλοίς αποτυγχάνουν διότι η εσωτερική υποτίμηση στην οποία αποβλέπουν, θα είχε νόημα αν ως χώρα παράγαμε «κάτι», προϊόν ή υπηρεσία, κι αυτό το «κάτι» θα θέλαμε έτσι να το κάναμε φτηνότερο και ανταγωνιστικότερο. Είτε εντός λοιπόν Ευρωζώνης, είτε εκτός, είτε εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε εκτός, αν δεν παράγεις απολύτως τίποτα -ο τουρισμός δεν φτάνει- και εισάγεις μέχρι και όσπρια από το εξωτερικό, δεν έχει καμία απολύτως σημασία ούτε η υποτίμηση, ούτε αν είσαι στο Ευρώ ή τη Δραχμή και κατά συνέπεια δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση και τα ψευδοδιλήμματα των κομμάτων που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι βάζουμε μπροστά τη «μηχανή της Λεωφ. Μεσογείων» και κόβουμε δραχμές, ποιος θα ήθελε στο εξωτερικό να τις έχει για να μας δώσει τα είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, φάρμακα, πετρέλαιο κλπ. που χρειαζόμαστε; Να αγοράσει τι από την Ελλάδα με τις δραχμές που θα του δώσουμε; Γραφειοκρατία και Δημ.Υπαλλήλους; Ποια ελληνικά προϊόντα μας θα πείσουν τους ξένους ότι αξίζουν να έχουν στην κατοχή τους τις υποτιμημένες δραχμές μας και μάλιστα με έναν ελληνικό -τότε- πληθωρισμό στον ουρανό;
Συνεπώς, αντί να συζητάμε για Παραγωγή και Παραγωγικότητα και πώς θα πάρει μπροστά η «μηχανή της χώρας» για τη δημιουργία εθνικού πλούτου που να μπορεί να μας βγάλει από το τέλμα, το ρίχνουμε στον λαϊκισμό και στην ισοπέδωση ή ψάχνουμε με το ντουφέκι ξένους επενδυτές, αποφεύγοντας συνεχώς την ουσία του προβλήματος.
Ας ξεκινήσουμε έστω από τον Πρωτογενή Τομέα που ως χώρα τον ξέρουμε καλά και δεν έχουμε ανάγκη κανέναν ξένο επενδυτή. Ας προσπαθήσουμε στα πλαίσια μιας εθνικής στρατηγικής να αναδιοργανώσουμε την αγροτική μας πολιτική, ανεξάρτητα από τις βουλές των ξένων και δη των Βρυξελλών. Ακόμη κι αν ο τομέας αυτός δεν συμπαρασύρει άμεσα και τους υπόλοιπους τομείς, τουλάχιστον θα πάψουμε να εισάγουμε (αν είναι δυνατόν!) «ντομάτες Ολλανδίας» και «φακές Καναδά» ή να έχουμε ουρές για δωρεάν τρόφιμα ή να αντιμετωπίζουμε κοινωνικά φαινόμενα τύπου Μανωλάδας. Εφόσον μάλιστα εξασφαλιστεί για το λαό μας η αυτάρκεια τροφίμων σε λογικές τιμές, θα μπορέσουμε με περισσότερη άνεση να προχωρήσουμε στους υπόλοιπους τομείς, ακόμη και σε ζητήματα νέων τεχνολογιών. Η Ελλάδα έχει και κατάλληλους ανθρώπους και know-how. Μπορούμε να εκμεταλλευτούμε το αξιόλογο επιστημονικό μας δυναμικό, αλλά και τις στρατιές ανέργων πτυχιούχων που από μέρος του προβλήματος, ίσως μπορέσουν έτσι να γίνουν μέρος της λύσης και της ανάπτυξης.
Αυτά όμως όλα μόνο με την σύμπνοια των δημοκρατικών κομμάτων και ιδίως της Αριστεράς (είτε ως κυβέρνηση, είτε ως αντιπολίτευση), μπορούμε να τα πετύχουμε. Χρειάζεται εθνική στρατηγική και σύμπνοια. Διαφορετικά, τα ψευτοδιλήμματα που αναφέρθηκαν θα κρύβουν το πραγματικό πρόβλημα στο διηνεκές, χωρίς να βρίσκεται ουσιαστική λύση και χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα πραγματική διέξοδος για τη χώρα μας και τους νέους της.
ekto1972