27.1.14

Facebook



του Σωτήρη Ροδόπουλου
ΣΤ' Γυμνάσιο 1972






Την έσφιξε ξανά στην αγκαλιά του. Δηλαδή δεν την έσφιξε ακριβώς, ούτε την πήρε αγκαλιά. Κοίταζε με τόση τρυφερότητα τη φωτογραφία της που νόμιζε ότι την αγκάλιαζε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι την βρήκε ξανά! Κοίταζε και ξανακοίταζε τα χαρακτηριστικά της βουρκωμένος. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Θα την αναγνώριζε αμέσως αν την έβλεπε στο δρόμο. Ψέματα, δεν θα την αναγνώριζε. Δεν ήταν γελαστή η φωτογραφία. Κι εκείνος την θυμάται μόνο να γελάει. Να τρέχει μαζί του στο πάρκο του πανεπιστημίου και να γελάει. Να κυλιέται μαζί του στα πεσμένα φύλλα και να τον φιλάει με πάθος. Να πλάθει τον πυλό της σχολής καλών τεχνών και να έχει πυλό και η μύτη της. Να ζωγραφίζει ακούγοντας τις Τέσσερις Εποχές και η εποχή να γεμίζει γέλια, νιάτα και έρωτα. Δεν έγινε ποτέ καλή γλύπτρια, ούτε ζωγράφος. Επάγγελμα «σκηνογράφος». 

Είναι απίστευτο πόσα στοιχεία καταχωρούν οικιοθελώς οι άνθρωποι στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν η κόρη του, τού είπε να ανοίξει κι αυτός λογαριασμό, ποτέ δεν περίμενε ότι το σύστημα θα του πρότεινε τόσες πολλές ηλεκτρονικές φιλίες που προφανώς σχετίζονταν με το παρελθόν του. Τα πάντα ξεκλείδωσαν μόλις συμπλήρωσε «σπουδές». Να ο «Γκούφη», να ο «Λέλεκας», να η Μίνα πρόεδρος, παρακαλώ, πολυεθνικής. Μα πόσο πίσω είχε μείνει όλον αυτόν τον καιρό; Κοίτα να δεις τώρα. Άρχισε να βάζει τα πρώτα γράμματα ονομάτων που θυμόταν και η αναζήτηση συμπλήρωνε αυτόματα τις προτάσεις της. Κι ήταν σε όλα μέσα! Δοκίμασε και το δικό του, αλλά δεν έβγαλε τίποτα. Ήταν ακόμη καινούργιος στη διαδικτυακή γειτονιά. Είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. Κάποια στιγμή βαρέθηκε. Ετοιμαζόταν να κλείσει την ταμπλέτα όταν από το δωμάτιο της κόρης του άκουσε το ραδιοφωνάκι της να παίζει τις τελευταίες στροφές από το παλιό R-song.

   

Χαμογέλασε. Όχι δεν την είχε ξεχάσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ήταν ένα όνομα άρωμα. Ένα όνομα αύρα. Ένα όνομα που σφράγιζε για εκείνον μια ολόκληρη εποχή. Μια καρτ-ποστάλ ακίνητη στο χρόνο. Μια θύελλα πάθους και απόλυτης ερωτικής τελειότητας που κράτησε για πάντα. Ένα όνομα που δεν θα έβαζε ποτέ στην αναζήτηση του Facebook γιατί δεν υπήρχε λόγος να αναζητηθεί. Βρισκόταν ήδη στο μυαλό του από πάντα. Δεν χρειαζόταν να ανανεώσει τη μνήμη του ή τα αισθήματά του. Δεν είχε την περιέργεια να δει αν είχε αλλάξει. Ήταν συνέχεια πανέμορφη. Νέα, γελαστή, ερωτική. Τον αγκάλιαζε στο πάτωμα του ατελιέ κι έπεφταν τα καβαλέτα επάνω τους μαζί με τις μπογιές. Τι κι αν όταν έκανε διπλό κλικ στο όνομά της, η φωτογραφία της ήταν μαυρόασπρη, αγέλαστη και μελαγχολική. Τι κι αν είχε τέσσερα παιδιά, τα 2 τελευταία δίδυμα. Τι κι αν τα παιδιά της είχαν τώρα δικά τους παιδιά. Αυτή ήταν νέα και πανέμορφη. Τρέχανε μαζί στο πάρκο του πανεπιστημίου και κάθε τόσο την σήκωνε ψηλά και τη γέμιζε φιλιά. Κι εκείνη γελούσε, γελούσε, γελούσε. Να όπως και τώρα. Ούτε μια μέρα δεν πέρασε από επάνω της τα τελευταία 38 χρόνια. Χθες δηλαδή.

- «Μπαμπά ποια είναι αυτή η γριά;»

Δεν είχε πάρει είδηση την κόρη του που είχε έρθει δίπλα του και κοίταζε την οθόνη. Σταμάτησε για λίγο να «έχει σφικτά στην αγκαλιά του τον έρωτα της ζωής του» και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει την κόρη του, της είπε μια ανοησία για κάποια άγνωστη που βρήκε στο Facebook.

- «Κι εγώ που νόμιζα ότι είναι η θεία Ελευθερίτσα», επέμενε η κόρη του περιπαικτικά.

Ω, καταραμένοι θεοί του internet! Ω, δαιμόνια του φατσοβιβλίου! Άκου «θεία Ελευθερίτσα»! Μα αυτή είναι όντως γριά! Γεννήθηκε στο βουνό την εποχή της Εθνικής Αντίστασης. Γι αυτό την βάφτισαν «Ελευθερία». Τι δουλειά έχει η πιο μεγάλη του ξαδέλφη με τη δική του ηλικία; Τι δουλειά έχει με τον έρωτα της πιο ερωτικής του εποχής;

- «Όχι, δεν είναι η θεία Ελευθερίτσα. Η θεία Ελευθερίτσα δεν ξέρει καν τι είναι το internet», είπε προσπαθώντας να κρύψει από την κόρη μου ότι όλη αυτή την ώρα ήταν συγκινημένος. «Θα βγεις;» τη ρώτησε, πιο πολύ για να αλλάξει θέμα.

- «Ναι με περιμένουν ο Τάκης και η Ρωξάνη στο Γκάζι κι έχουν πάλι 24ωρη ταξί και λεωφορεία, το μνημόνιό μου μέσα…»

- «Καταρχήν σταμάτα να είσαι αγοροκόριτσο και να μιλάς έτσι στον πατέρα σου» την διέκοψε,  «και δεύτερον…», ήθελε να την ρωτήσει αν η Ρωξάνη έχει καμιά γιαγιά με το ίδιο όνομα αλλά δεν το έκανε, «ποτέ δεν αναφέρεις τον τέταρτο της παρέας σας. Πάντα είσαι εσύ με τον Τάκη και την Ρωξάνη. Οι τρεις σας βγαίνετε;»

- «Μπαμπακούλη μου σ’αγαπώ πολύ, αλλά ρωτάς πολλά. Θα με πετάξεις μέχρι το Γκάζι;» του είπε φιλώντας τον γελαστή στο μάγουλο κι έτρεξε να βάλει το παλτό της χωρίς να περιμένει απάντηση.

Η κίνηση ήταν πολλή. Που και που έβλεπε το γερασμένο του πρόσωπο στον καθρέφτη του αυτοκινήτου όταν σταματούσε στα φανάρια. Ήταν το προσωπικό του Facebook και χαιρόταν για αυτό. Χαιρόταν που έζησε μια γεμάτη ζωή κι ευχόταν η κόρη του να ζήσει κι εκείνη το ίδιο όμορφα τη δική της. Η μικρή τελείωνε με άριστα τη Νομική κι ένιωθε τυχερή που στον καιρό της κρίσης είχε ήδη βρει δουλειά ως ασκούμενη σε γνωστό δικηγορικό γραφείο. Το όνειρό της ήταν να κάνει μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Δεν θα της έφερνε αντίρρηση. Δεν ήξερε όμως τι θα έλεγε κι ο ψηλός νεαρός που τον είδε από μακριά να την περιμένει μαζί με τον Τάκη και τη Ρωξάνη. Τον είδε να της χαμογελά και να την παίρνει αγκαλιά προσεκτικά. Μέσα στη νύχτα, του φάνηκε ότι του έμοιαζε. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι θα ήταν κι αυτός πριν 38 χρόνια. Χθες δηλαδή.

Στην επιστροφή η κίνηση είχε αραιώσει. Έξω από το μετρό Συγγρού-Φιξ περίμεναν μάταια λίγη πελατεία δυο-τρεις βαριεστημένοι ταξιτζήδες. Μνημονιακοί απεργοσπάστες ή απλά μνημονιόπληκτοι εξαναγκασμένοι; Το φανάρι της Φραντζή ήταν χαλασμένο και τα φώτα γύρω σβηστά. Ο «Κωνσταντινίδης» είχε κλείσει και μόνο το πατσατζίδικο είχε λίγο κόσμο. Αριστερά ο Νέος Κόσμος, δεξιά του Κουκάκη. Στο βάθος ανοικτός ο δρόμος προς την παραλία. Έβαλε πρώτη και πέρασε με προσοχή τη διασταύρωση της Τζίνη, πατώντας ελαφρά το γκάζι. Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου δεν έβλεπε πια το πρόσωπό του. Δεν έβλεπε ούτε τα φώτα των πίσω αυτοκινήτων, ούτε αυτά της πόλης. Ο καθρέπτης ήταν τώρα η οθόνη ενός λιλιπούτειου σινεμά κι έβλεπε δυο νέους να χορεύουν το ταγκό που είχε χρόνια να χορέψει. Πάτησε κι άλλο το γκάζι και απομακρύνθηκε μέσα στο Facebook της νύχτας…






24.1.14

Το σχόλιο της Παρασκευής


Όταν ένα κράτος έχει Δημόσιο Χρέος 350 δις, Ιδιωτικό Χρέος 290 δις (170 οι επιχειρήσεις και 120 δις τα νοικοκυριά) και Αναλογιστικό Έλλειμμα (Ταμεία) κοντά στα 450 δις, δηλαδή σύνολο πάνω από 1 τρις, τι ακριβώς διαπραγματεύεται / διαγράφει / συμφωνεί / επεκτείνει (διαλέξτε όποιο ρήμα θέλετε) με τους δανειστές του για το Δημόσιο Χρέος; Άντε και να διαγραφούν όλοι οι τόκοι. Άντε και να «κουρευτεί» μεγάλος μέρος του κεφαλαίου. Με τo Αναλογιστικό Χρέος τι γίνεται; Όταν σε ένα κράτος οι θάνατοι ξεπερνούν κάθε χρόνο τις γεννήσεις κατά 10 χιλιάδες άτομα, αλλά και όταν η ανεργία φτάνει 30%, η ωρολογιακή βόμβα έχει ήδη «απασφαλίσει». 

ekto1972




19.1.14

Don't Let Them Down!

Μου είπε ο Βασίλης «γράψε κάτι για τα blogs». Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν ξέρω τι να γράψω. Έκλεισε ένα χρόνο η Μυρτώ, δυο χρόνια ο Καπετάνιος. Σε λίγο θα κλείσουν χρόνο, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης. Βιάστηκαν όλοι να προλάβουν στο δρόμο τον παπά-Σκουτέλη. Παλαιότερα ο Θόδωρος, ο Μιχάλης που ήταν και λίγο συγγενής με τη Μυρτώ, ο άλλος Μιχάλης, οι άλλοι Κωστήδες. 

Σαν πολλοί δεν μαζεύτηκαν, ρε παιδιά, στο ουράνιο ektoπροαύλιο; Δεν μπορεί, πλάκα μας κάνουν. Ας τους «αντισταθούμε» κι εμείς με το να τους …θυμόμαστε κάθε μέρα! Και να βλεπόμαστε συχνά μεταξύ μας, ε; Να παίζουμε, να γελάμε και να μη μεγαλώνουμε ποτέ (growing old is inevitable, growing up is optional). Έτσι μας θέλουν κι εκείνοι!