Μέρες που 'ναι κι ενώ το τόπι κυλάει αδιάφορα στα «ματωμένα» γήπεδα της FIFA, σ’ ένα υπερθέαμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μιας χλιδάτης ελίτ, μποϋκοτάροντας ενεργά τ’ όλο «τσίρκο», σας διηγούμαι την ιστορία του πώς έγινα... ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ.
Την σχολική χρονιά 1973/74 -κατά σύμπτωση οι σχολικές χρονιές είναι σαν τις ποδοσφαιρικές σαιζόν- μας ήρθε καινούργιος Γυμνασιάρχης, Κορομπέλης τω ονόματι απ’ το ΙΔ’ της Πλάκας, μ’ αυστηρό ύφος και ροζ μαγουλάκια που γίνονταν ροδοκόκκινα όταν θύμωνε. Μάλιστα για κάποιο ανεξήγητο λόγο μας πήρε στα Νέα Ελληνικά αν κι ήμασταν πρακτικό τμήμα. Έρχεται λοιπόν μια μέρα ο Μίμης ο «Ουίτ», που ήτανε ανεψιός του, και μας λέει: «Μάγκες όσοι από σας γουστάρετε, φέρτε μια φωτογραφία και θα σας βγάλει ο μπάρμπας μου αθλητική ταυτότητα για να μπαίνετε τζάμπα στα ματς του Πανιωνίου.» Προς την ομάδα της Ν.Σμύρνης δεν έτρεφα μέχρι τότε ιδιαίτερη συμπάθεια, αφού ήταν αφορμή για οδυνηρές ήττες των εκάστοτε ομάδων μου μ’ όλες τις σχετικές συνέπειες, από κλάμμα και καζούρα μέχρι κατλάθλιψη. Το 1-4 δε στο Καραϊσκάκη υπήρξε κι ένας απ΄ τους λόγους που στην ηλικία των 10 άλλαξα ομάδα κι από φανατικός Ολυμπιακός βρέθηκα στο στρατόπεδο των Πρασίνων. 8 χρόνια άντεξα τα σκαμπανεβάσματα του Τριφυλλιού και βρισκόμουν τότε στην διαδικασία της αποπαναθηναϊκοποίησης μετά τα ρεζιλίκια με το κυνηγητό Κωνσταντίνου-Συνετόπουλου στο Ν.Φάληρο. Σκέφτηκα λοιπόν πως κείνη η απρόσμενη ευκαιρία ήταν ό,τι έπρεπε για να βελτιώσω τις καθόλου καλές σχέσεις μου με το γειτονικό, προσφυγικό σωματείο. Στην αρχή δεν το πολυπίστεψα αλλά τι είχα να χάσω; Bρήκα μια παμπάλαια φωτογραφία, την έδωσα στον συμμαθητή μου μαζί με άλλους 5-6 και το ξέχασα. Ώσπου μιαν ωραίαν πρωίαν μπουκάρει ο Μητσάρας μ’ ένα πάκο καρτελάκια κι αρχίζει να τα μοιράζει στους δικαιούχους τους. Πήρα στα χέρια μου το δελτίο Ταυτότητος Αθλητού του Πανιωνίου με τη φάτσα μου σταμπαρισμένη με την επίσημη σφραγίδα του παλαιότερου Ελληνικού αθλητικού συλλόγου, την περιεργάστηκα σχολαστικά και την έχωσα ευλαβικά στην πλαστική θήκη μαζί με τη μαθητική ταυτότητα. Στο διάλειμμα μάλιστα αποφασίσαμε με τον Αποστόλη -«απάνω είσαι»- που είχε κι εκείνος ενεργήσει ανάλογα, να επαληθεύσουμε τις μαγικές ικανότητες του πολύτιμου εγγράφου, στο επόμενο εντός ματς των κυανερύθρων εναντίον της ΑΕΚ. Η ομάδα της Ν.Φιλαδέλφειας ήταν κάπως πεσμένη την σεζόν εκείνη αλλά με παίχτες όπως οι Παπαϊωάννου, Τάσος, Νικολάου, Τσάμης, Ραβούσης, Σταθόπουλος κ.α. δεν έπαυε ν’ αποτελεί έναν ελκιστικό αντίπαλο σ’ ένα ενδιαφέρον προσφυγικό νέρμπυ. Αν σκεφτεί κανείς μάλιστα ότι ως οπαδοί –έστω και μ’ έναν τέως- του Τριφυλλιού η αντιπάθειά μας προς τους κιτρινόμαυρους αετούς ήταν δεδομένη, ο Πανιώνιος είχε κερδίσει δυο επιλέον υποστηρικτές, ευκαιριακούς μεν, σίγουρους δε!
Δώσαμε λοιπόν ραντεβού στο Περιβολάκι μια ώρα πριν την έναρξη και το κόψαμε ποδαράτο για το γήπεδο. Διασχίσαμε το Άλσος, περάσαμε την Πλατεία κι είκοσι λεπτά πριν την έναρξη βρεθήκαμε στην Θύρα απ’ τη μεριά του Αγ. Ανδρέα. Με μεγάλη μας χαρά διαπιστώσαμε ότι τα πάσα μας έκαναν το θαύμα τους και χωρίς να το πολυκαταλάβουμε βρεθήκαμε στο βουναλάκι πίσω απ’ το τέρμα που κατέληγε σε κάμποσες σειρές από τσιμεντένιες κερκίδες σε σχήμα πετάλου. Το χόρτο ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου τα περισσότερα γήπεδα μετατρεπόντουσαν σε ξερά, λόγω της συνεχούς χρήσεώς τους εκτός απ’ τα ματς, και για την προπόνηση όλων των ομάδων, απ’ τα τσικό μέχρι την πρώτη... Βέβαια αυτό που μας έκανε φοβερή εντύπωση ήταν μια παρέα οπαδών της ΑΕΚ που είχαν στρώσει τραπεζομάντιλα πάνω στην κορυφή του λοφίσκου κι έκαναν πικ-νικ εφαρμώζοντας κατά γράμμα το: «άρτος και θεάματα», δίχως να τους καίγεται καρφάκι για το γεγονός ότι ήταν περικυκλωμένοι από θεατές του γηπεδούχου! Βλέποντας τις απελπιστικά άδειες εξέδρες αντιληφθήκαμε ότι ο κύριος λόγος που εμείς είχαμε μεταμορφωθεί ως δια μαγείας σ’ αθλητές του Πανιωνίου, δεν ήταν τίποτ’ άλλο απ΄την έλλειψη θεατών, πράγμα που βόλευε κι εμάς αλλά και τον σύλλογο.
Το παιχνίδι άρχισε κι οι φιλοξενούμενοι προηγήθηκαν στο πρώτο ημίχρονο για να ισοφαρίσουμε -πιστεύω να προσέξατε το πρώτο πληθυντικό- στην επανάληψη με το ανατέλον τότε αστέρι Θωμά Μαύρο. Παρά τις συγκινητικές προσπάθειες των Χάιτα, Δέδε, αδελφών Ιτζόγλου, Σκρέκη, Μωραϊτέλη, Εμβολιάδη κ.α. δεν μπήκαν άλλα γκολ κι οι αντίπαλοι φίλαθλοι μοιράστηκαν ειρηνικά εκτός του ενός βαθμού κι ένα όμορφο κυριακάτικο απόγευμα. Άλλες εποχές τότε, πολιτισμένες... Εμείς πήραμε το δρόμο της επιστροφής φορτωμένοι μ’ ένα σωρό εικόνες κι εντυπώσεις για το παραδοσιακό, υποχρεωτικό ρεπόρτο της Δευτέρας ως αυτόπτες μάρτυρες, κι υποσχεθήκαμε να το ξανακάνουμε. Μα πάν’ απόλα ήμασταν κατενθουσιασμένοι που ο νέος Γυμνασιάρχης με το ιδιοφυές του τεχνασμα, μας είχ’ ανοίξει νέους ορίζοντες και κυρίως πόρτες σε (φιλ)αθλητικούς χώρους. Η μικρή γηπεδική περιπέτεια μάλλον μου καλάρεσε και την επανέλαβα, μόνος αυτή τη φορά κι απ’ την κερκίδα απέναντι στους επισήμους, στο 2-0 με τον Άρη. Χαρακτηριστηκά θυμάμαι τον Μαύρο να στέλνει πέναλτυ απευθείας στην αγκαλιά του Παπαφλωράτου -που μέτρησε ως απόκρουση-, πριν μεταπηδήσει και κάνει την θρυλική καριέρα του στην ΑΕΚ. Κάτι η οικογενειακή ατμόσφαιρα, λίγο η μικρή απόσταση απ’ το σπίτι μου -ένας περίπατος κι όχι 2 συνκοινωνίες-, θες η δωρεάν είσοδος -χαρτζιλίκι δεν έπερνα-, την ψιλοβρήκα με τον Πανιώνιο κι η σχέση μας από επιπόλαιο φλερτ, βοηθούντος και του τότε οπαδικού μου κενού, εξελίχθηκε σε δεσμό διαρκείας.
Αργότερα στα φοιτητικά μου χρόνια παρασυρμένος από κάποια παιδιά της σχολής μου παρακολούθησα αρκετούς αγώνες της νέας μου ομάδας. Έτσι το 1979 πανηγύρισα δεόντως, έστω και τηλεοπτικά, το 3-1 επί της ΑΕΚ που μας χάρησε την πρώτη μεγάλη επιτυχία μας, το Κύπελλο Ελλάδος, με συμβολή μάλιστα του γειτονόπουλου Αναστόπουλου. Με τον Νικολάρα, ο οποίος διέθετε μονίμως τόπι, προτού γίνει φίρμα παίζαμε δύο-δύο μαζί με τον Τάκη και τον Βαγγέλη μετά το σχόλασμα, έχοντας για δοκάρια τα δεντράκια της πλατείας του Άι-Γιάννη. Αν δεν απατώμαι πέρασε για καναδυό χρόνια κι απ’ τα θρανία, ή καλύτερα το προαύλιο, του ΣΤ’, πριν τ’ ανταλλάξει με τα τερέν των ποδοσφαιρικών γηπέδων όπου και διέπρεψε. Όμως πώς έρχονται καμιά φορά τα πράγματα, η τύχη μου επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη. Την περίοδο 1985/86 επιστρέφοντας μετά από διαμονή μου στην αλλοδαπή για να εκτίσω την στρατιωτική μου θητεία, έπαιξα βόλεϊ, ως κανονικός πλέον κι όχι αθλητής-μαϊμού, στη ομάδα των κυανερύθρων. Ήταν η εποχή Νασιμπιάν-Τουρνάκη που οδήγησαν τον Πανιώνιο στην νεοσυσταθείσα Γ’ Εθνική κατηγορία! Εκπλήρωσα έτσι παράλληλα με το χρέος μου προς την «μαμά πατρίδα», κι εκείνο προς τον «γαλουχήσαντα σύλλογο» που μ’ είχε αγκαλιάσει στην πιο στείρα αθλητική εποχή της νιότης μου, επαληθεύοντας περίτρανα την διορατικότητα του πρώην Γυμνασιάρχη μου. Φεύγοντας δε, κράτησα την τιμημένη φανέλλα με το 13 ως ενθύμιο. Βλέπετε όλα εδώ πληρώνονται...
Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! Τον Οκτώβρη του 2003, μετά από σχεδόν 30 χρόνια, εγκατεστημένος πλέον μόνιμα στο Αμβούργο, πετάχτηκα αυθημερόν οδικώς μ’ ένα φιλαράκι μέχρι το Farum-Park της Κοπενχάγης, για να ενισχύσουμε τον ΙΣΤΟΡΙΚΟ στο ματς ενατίον της FC Nordsjælland στα πλαίσια του Κυπέλλου UEFA. Το πρώτο παιχνίδι είχε λήξει 2-1 κι η ρεβάνς εξελίχθηκε σε ματς γραν-γκινιόλ που τέλειωσε νικηφόρα μ’ 1-0 για μας, με γκολ-πρόκριση του Γάλλου Alain Raguel στην εκπνοή του αγώνα! Βέβαια όντας πλέον για τα καλά στην εποχή του μοντέρνου προϊόντος-υπερθεάματος ποδοσφαίρου μ΄ όλες τις συνέπειες του πορίσματος Bossmann, διαπίστωσα μετά λύπης μου, ότι στην αρχική ενδεκάδα της Ελληνικής ομάδας έπαιζαν μόλις δύο παίχτες γέννημα-θρέμμα της χώρας μου. Κι εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ: εννοώ μισθοφόροι κι όχι περιπτώσεις του τύπου Noni Lima! For The Times They Are a Changing…
Φανατικός ποδοσφαιρόφιλος
Τηλεοπαδός του ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ
Πηγαί: φωτο. 1: ggabs (χωρίς λόγια), 2: amotos (15.10.2003, FCN-Pan 0-1, Farum-Park).