του Ιάσονα Ροδόπουλου
Παρακολουθώντας τις πρόσφατες
πολιτικές εξελίξεις, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες διάλεξαν
την πιο κρίσιμη, και τη χειρότερη χρονικά, στιγμή να μην έχουν ομοψυχία και
αλληλεγγύη μεταξύ τους. Όπως ακριβώς έγινε στον Εθνικό Διχασμό και στον
Εμφύλιο. Τα ξένα ΜΜΕ μεταδίδουν καθημερινά τις δραματικές εξελίξεις στη χώρα
μας και οι άνθρωποι στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν την Ελλάδα με μεγάλη
καχυποψία.
Τα τελευταία πέντε χρόνια η χώρα
μας περνά μια μεγάλη κρίση. Αυτή η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι
επίσης κρίση κοινωνικοπολιτική. Μια κρίση ταυτότητας χωρίς προηγούμενο, της
οποίας όμως δεν βιώνουμε παρά μόνο την αιχμή του δόρατος τα τελευταία πέντε
χρόνια. Οι Έλληνες έχουμε χάσει την ταυτότητά μας και είμαστε πλέον το απόλυτο
τίποτα εδώ και καιρό. Υπερηφανευόμαστε ανόητα για τον αρχαίο πολιτισμό μας, για
τα “φώτα” που δώσαμε στους άλλους λαούς, για τους ήρωές μας, για την τέχνη μας
και την κουλτούρα μας. Μα δε συνειδητοποιούμε πως όλα αυτά ανήκουν στο
παρελθόν. Δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή Ελλάδα. Επικαλούμαστε το
παρελθόν για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το παρόν, να δικαιολογήσουμε τη θέση
μας στον παγκόσμιο χάρτη. Δε συνειδητοποιούμε ότι ακόμη και οι αρχαίοι Έλληνες,
στους οποίους συνεχώς τολμάμε να αναφερόμαστε, έλεγαν “πας μη Έλλην βάρβαρος” δείχνοντας
έναν απίστευτο εθνικισμό ο οποίος τότε εκφραζόταν με αυτή τη φράση και σήμερα
εκφράζεται με το “σαν την Ελλάδα πουθενά”.
Κι όμως, οι λαοί των άλλων ευρωπαϊκών
χωρών, οι οποίοι κατά την κοινή νεοελληνική αντίληψη “μας ζηλεύουν και θέλουν
το κακό μας”, έχουν μάθει να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο της Ευρώπης.
Πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, αλλά και οικονομικά. Αν προσπαθήσουμε να εστιάσουμε
στο ζήτημα από οικονομική οπτική, θα παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα έχουμε
σταματήσει να εξάγουμε οποιοδήποτε προϊόν στην Ευρώπη και στον κόσμο, και
αρνούμαστε πλήρως να αναπτύξουμε τον πρωτογενή και το δευτερογενή τομέα μας.
Μας έχουν απομείνει μόνο οι υπηρεσίες, δηλαδή ο τουρισμός μας. Ο οποίος
τουρισμός, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, και εξαιτίας της ανησυχίας που έχουν
προκαλέσει τα τελευταία γεγονότα στο εξωτερικό, έχει αρχίσει ήδη να
συρρικνώνεται ανησυχητικά. Παρομοίως με την οικονομία μας, σταματήσαμε να παράγουμε
πολιτισμικό έργο, ή μάλλον σταματήσαμε να το προωθούμε. Είναι άδικο να πούμε
πως στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχουν, για παράδειγμα, ικανοί καλλιτέχνες, όμως
η γενιά μου δεν έχει παράξει ακόμη κάτι καινούριο, κάτι πρωτόγνωρο που θα
ανατρέψει το κιτς της εμπορικής τέχνης και θα αναδείξει την ταυτότητά μας.
Αντιθέτως ανακυκλώνουμε συνεχώς το παρελθόν.
Συνεπώς, όσο κι αν προσπαθώ, δεν
μπορώ να βρω κάτι που η Ελλάδα πρόσφερε στην Ευρώπη από τη στιγμή που εντάχθηκε
στην ΕΟΚ. Από την άλλη, η χώρα μας πήρε επιδοτήσεις, μεσογειακά προγράμματα,
και πακέτα Ντελόρ. Πού ακριβώς επενδύθηκαν τα χρήματα που μπήκαν στη χώρα μας χάρη
στην ένταξη στην Κοινότητα; Η απάντηση είναι απλή: Δεν επενδύθηκαν! Όλα αυτά τα
χρήματα ξοδεύτηκαν, από ένα καθαρά πελατειακό κράτος, σε μια σαθρή ανάπτυξη. Οι
πρόσφατες κυβερνήσεις δεν εκμεταλλεύτηκαν και εξακολουθούν να μην
εκμεταλλεύονται τα κεφάλαια που έλαβε η Ελλάδα για να μπορέσει να αναπτύξει την
παραγωγή της και να αποκτήσει την οικονομική της ανεξαρτησία. Καταφέραμε να δημιουργήσουμε,
και κυρίως να προωθήσουμε, ένα κράτος της μίζας, του ρουσφετιού, και της
πλήρους απαξίωσης της ηθικής, των κοινωνικών θεσμών, των αξιών και των
ιδεολογιών.
Τη δεκαετία του '80 ελάχιστοι
ήταν οι μέσοι Έλληνες πολίτες που παραπονέθηκαν τότε για την Ευρωπαϊκή
πολιτική, από τη στιγμή που στη χώρα μπήκαν χρήματα. Σήμερα, λόγω της κρίσης
και της ασφυκτικής λιτότητας που εφαρμόστηκε, ξαφνικά αρχίσαμε όλοι να
βρίζουμε, παρακινούμενοι και από ακραίες πολιτικές συμμαχίες, την Ευρώπη και το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχουν καλοί
και κακοί Ευρωπαίοι, πολιτικοί και τραπεζίτες. Έχουν τα συμφέροντά τους, όπως
έχουμε εμείς τα δικά μας. Αν στη χώρα μας αδυνατούμε να υπερασπιστούμε, μέσω
των πολιτικών μας θεσμών, τα δικά μας συμφέροντα, τότε όχι απλά δεν μπορούμε να
ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τη βλάπτουμε κιόλας. Μπορούμε να γίνουμε
επιτέλους ευρωπαϊκό κράτος, με σωστή διοικητική και οικονομική οργάνωση, παραγωγή,
κουλτούρα, δικαιοσύνη, και πάνω από όλα παιδεία; Ή προτιμάμε να επιστρέψουμε σε
μια κατάσταση προ της ένταξής μας στην ΕΟΚ, με το δημοκρατικό μας πολίτευμα και
την εθνική μας ανεξαρτησία να είναι διαρκώς σε κίνδυνο, αποδεικνύοντας
παράλληλα πως είμαστε περισσότερο Ανατολίτες και λιγότερο Ευρωπαίοι;
Η σημερινή μας κυβέρνηση, η οποία
εμφανίστηκε σαν κάτι νέο, σαν μια ελπίδα μετά την αποτυχία των παραδοσιακών
δυνάμεων της χώρας μας να βελτιώσουν την κατάσταση, αδυνατεί να πάρει τη σωστή
απόφαση και καλεί τον κόσμο σε δημοψήφισμα. Καλεί την κοινωνία να αποφασίσει
ανάμεσα σε ένα ΝΑΙ και σε ένα ΟΧΙ, χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει στην πράξη η
κάθε επιλογή. Αποφασίζει λοιπόν να ζητήσει από τον χωρίς ελπίδα και ίσως χωρίς
παιδεία νέο, αλλά και από τον ηλικιωμένο που λιποθυμάει κάτω από τον ήλιο, έξω
από τα ΑΤΜ των τραπεζών για μια χούφτα ευρώ, να αποφασίσουν για ένα πουκάμισο
αδειανό, για μια Ελένη. Την ίδια στιγμή κατηγορεί την Ευρώπη και τη
μετονομασμένη σε “θεσμούς” Τρόικα ότι εκείνες έκλεισαν τις τράπεζες,
υποκινώντας μια βιαιότητα άνευ προηγουμένου, η οποία μεταμορφώνεται σε
εθνικιστική οργή και αύξηση της ήδη αυξημένης επιρροής και δημοφιλίας των
άκρων. Πώς είναι δυνατόν μια κυβέρνηση να παίρνει θέση υπέρ της μίας ή της
άλλης επιλογής σε ένα δημοψήφισμα, στο οποίο υποτίθεται ότι ο κόσμος είναι
ελεύθερος να διατυπώσει τη γνώμη του χωρίς εκβιασμούς, τη στιγμή που η ίδια
απειλεί ότι θα παραιτηθεί αν επικρατήσει η αντίθετη άποψη;
Είναι μια πολύ κρίσιμη στιγμή για
τη χώρα μας. Η ώρα που φοβόμασταν από το 2009 έφτασε την 1η Ιουλίου.
Χρεοκοπήσαμε και επίσημα. Τώρα είναι στιγμή να δώσουμε τα χέρια και να
πορευτούμε ενωμένοι. Πόλωση, διχασμός, και χωρισμός του λαού μας σε στρατόπεδα
δεν ωφελεί κανέναν, εκτός από τις δυνάμεις που τα υποκινούν. Δυνάμεις που
διαδηλώνουν, εν μέσω δημοκρατίας και ειρήνης στη χώρα μας, ότι η απριλιανή δικτατορία
“δεν τελείωσε το '73” (έτσι κι αλλιώς το 1974 τελείωσε), αλλά συνεχίζεται
ακόμη. Δεν έχουμε χούντα στην Ελλάδα. Όταν υποστηρίζεται από ορισμένους πως η
δημοκρατία είναι δικτατορία, τότε υποκινείται και επιθυμείται η ανατροπή της.
Το μίσος δεν θα μας ωφελήσει. Χρειαζόμαστε αποδοχή του διαφορετικού, αλληλεγγύη
προς τους αδύναμους, αλληλοϋποστήριξη, αλλαγή στη νοοτροπία και στην κουλτούρα
μας προς όφελος της οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής μας, και συνεργασία με
την Ευρώπη, καθώς είμαστε και Έλληνες και Ευρωπαίοι, όπως πολύ σωστά έθεσε ο
Πύρρος Δήμας. Πάνω από όλα όμως χρειαζόμαστε σεβασμό στην ταυτότητά μας και στη
δημοκρατία μας. Τον ταλαιπωρημένο λαό μας δεν τον εκφράζει ούτε ένα ΝΑΙ ούτε
ένα ΟΧΙ. Τον εκφράζει η απόγνωση και αυτό πρέπει να το αντιληφθούν οι έχοντες
οποιασδήποτε μορφής εξουσία, πολιτική ή μη.
«Υπάρχουν φορές που πρέπει να
σωπαίνει κανείς για να μπορέσει να
ακούσει τη μουσική πίσω από το
θόρυβο της βροχής».
Αυτά τα λόγια τα αναφέρει ο
βουλευτής που υποδύεται ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και που εξαφανίζεται
μυστηριωδώς στην ταινία “Το μετέωρο βήμα του πελαργού”, του Θόδωρου
Αγγελόπουλου. Στην ταινία, ένας δημοσιογράφος, που είναι και ο πρωταγωνιστής,
συναντά ένα μετανάστη, ο οποίος μοιάζει πολύ με τον εξαφανισμένο βουλευτή, όμως
δε μαθαίνουμε ποτέ αν πραγματικά είναι αυτός. Ο Αγγελόπουλος μας άφησε με την αμφιβολία.
Θα εξακολουθούσαμε να έχουμε αμφιβολία ακόμη κι αν στην ταινία ερχόταν τελικά
ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ στο ερώτημα αν ο άνθρωπος αυτός είναι όντως ο βουλευτής. Το
μετέωρο βήμα στο οποίο αναφέρεται η ταινία είναι το βήμα μεταξύ γνωστού και
αγνώστου, η πλήρης σύγχυση της ζωής μας. Η πλήρης ανικανότητα των λαών των
Βαλκανίων, της Ανατολής, αλλά και της Ευρώπης αν θέλετε, να συνυπάρξουν κάτω
από μια κοινή ταυτότητα, συνδυάζεται με την πλήρη αβεβαιότητα των ημερών μας. Αβεβαιότητα
για το χθες, για το σήμερα, για το αύριο. Απελπισία, απόγνωση και οργή, και
μηδενική ελπίδα. Η ταινία είναι του 1991, μα εξακολουθεί να είναι απολύτως
επίκαιρη είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ιάσονας Ροδόπουλος
Φοιτητής