«Πάμε να φύγουμε» άκουσε τον Πέτρο να του φωνάζει. «Πάει έντεκα η ώρα και ο Κουλός θα πάρει απουσίες!». Γύρισε και τους κοίταξε με μια φαρμακερή ματιά σα να ‘λεγε: «Πάρτε δρόμο, δε μ’ ενδιαφέρει!..»
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ο κουλός λυκειάρχης εντόπισε αμέσως την απουσία του αλλά οι συμμαθητές του δήλωσαν άγνοια, σηκώνοντας τους ώμους τους με απορία. «Πηγαίνετε να κοιμηθείτε και φρόνιμα!» τους διέταξε βλοσυρός. Κλειδώθηκαν στα δωμάτιά τους κι άρχισαν να ετοιμάζουν μυστικές γιορτές με μουσική, κρασί και χαρτιά όταν ο Στάθης τους αλάφιασε: «Βγείτε ρε! Ο Κουλός έστησε καρτέρι στο Χρήστο.» Βγήκαν έρποντας αθόρυβα στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, που εξείχαν πάνω από το στενό αφώτιστο δρόμο. Ο λυκειάρχης μόλις που διακρινόταν. Είχε κρυφτεί πίσω από το χοντρό πεύκο του πεζοδρομίου και παραφυλούσε συσπειρωμένος.
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ο κουλός λυκειάρχης εντόπισε αμέσως την απουσία του αλλά οι συμμαθητές του δήλωσαν άγνοια, σηκώνοντας τους ώμους τους με απορία. «Πηγαίνετε να κοιμηθείτε και φρόνιμα!» τους διέταξε βλοσυρός. Κλειδώθηκαν στα δωμάτιά τους κι άρχισαν να ετοιμάζουν μυστικές γιορτές με μουσική, κρασί και χαρτιά όταν ο Στάθης τους αλάφιασε: «Βγείτε ρε! Ο Κουλός έστησε καρτέρι στο Χρήστο.» Βγήκαν έρποντας αθόρυβα στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, που εξείχαν πάνω από το στενό αφώτιστο δρόμο. Ο λυκειάρχης μόλις που διακρινόταν. Είχε κρυφτεί πίσω από το χοντρό πεύκο του πεζοδρομίου και παραφυλούσε συσπειρωμένος.
...
Ο Χρήστος ήδη πλησιάζε. Είχε φύγει με την Ίνγκριντ από την ντισκοτέκ και είχαν γίνει ένα κινούμενο σύμπλεγμα φωτιάς στα σκοτεινά σοκκάκια. Έστριψαν στο δρόμο μ’ ένα γάργαρο γέλιο και εισχώρησαν αγκαλιασμένοι στο πιο πυκνό μαύρο της διάφανης νύχτας της Ρόδου. Σταμάτησαν μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου και φιλήθηκαν. Η Ίνγκριντ φαινόταν έτοιμη να του παραδώσει το παράφορο μουσκεμένο μυστικό της. Έλιωνε σαν ώριμο φρούτο στο στόμα του, εγκαταλειπόταν σα γη στον ατίθασο τράγο του πόθου του. Της είπε πνιχτά: «Would you like to come to my room?»
Τότε ο γέρος-φάντασμα σαλτάρισε από το πεύκο και σείωντας σαν το χέρι του Καραγκιόζη το δυνατό, παχύ χέρι του στραπατσάρισε βάναυσα το μέλαψό μάγουλό του. Η Σουηδέζα πανικοβλήθηκε. Βλέποντας τον πρίγκηπα του Αιγαίου να μην αντιδρά, το’ βαλε στα πόδια. Ο Χρήστος κατέβασε το κεφάλι και χώθηκε τρέχοντας στο ξενοδοχείο.
Την άλλη μέρα, η τελευταία τάξη του αθηναϊκού λυκείου πήγε εκδρομή στη Λήνδο. Το μεσημέρι, κατόπιν άνωθεν εντολής, έφαγαν όλοι μαζί. Στην κορυφή των τραπεζιών κάθησε επίσημα ο λυκειάρχης. Μόλις τελείωσαν σηκώθηκε όρθιος, τους κοίταξε αινιγματικά μέσα από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας, όρθωσε τον κοντόχοντρο κορμό του και το κουλό του χέρι ταλαντεύτηκε μηχανικά σαν εκκρεμές κι εντέλει τους μίλησε με λίγα λόγια βαρυσήμαντα για τον χρυσούν αιώνα του Περικλέους. Οι τελειόφοιτοι τον παρακολουθούσαν μαζεμένοι. Κατόπιν έκανε νόημα στους άλλους καθηγητές κι άρχισαν να τραγουδούν το «πότε θα κάνει ξαστεριά», το τραγούδι-σύμβολο του αντιδικτατορικού κινήματος, που είχε μάθει ο Χρήστος στη Λήδρα. Οι τελειόφοιτοι μπήκαν στο τραγούδι ενθουσιασμένοι. Ψηλά η ακρόπολη της Λήνδου άστραφτε στον μαγιάτικο ήλιο. Η θάλασσα άφριζε τραγουδώντας κι αυτή. Μονάχα ο Χρήστος δεν τραγουδούσε. Τι σημασία όμως είχε; Η τελευταία τάξη ενός αθηναϊκού λυκείου, οδηγημένη από τον διευθυντή της, προέβαινε εκείνη τη στιγμή σε μια πράξη υπερηφάνειας, σε μια συμβολική πράξη αντίστασης ενάντια στο χουντικό καθεστώς που ποδοπάταγε την πατρίδα. Ο λυκειάρχης είχε αποκαλύψει περήφανα το μυστικό του. Ήταν δημοκράτης... Και προσέφερε τελετουργικά τη στερνή του παραίνεση στους τελειόφοιτους: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Ο Χρήστος χάϊδευε δύσθυμα το πρησμένο του μάγουλο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μιχάλη Μπέκα "Κόκκινη Ερωμένη" (εκδόσεις Στοχαστής, 1989).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου