30.6.10

Αφιέρωμα στο Μουντιάλ (3): "Μαρακανά"

του Σωτήρη Ροδόπουλου
(ΣΤ' Γυμνάσιο 1972)


- «1-0»
- «Έξω ήταν!»
- «Τι έξω; Από εδώ δεν πέρασε; Ανάμεσα στον τερματοφύλακα και τη μεγάλη; 1-0!»
- «Άμα πέρασε ανάμεσα στον τερματοφύλακα και τη μεγάλη, τότε γιατί πήγε προς τα σκαλιά;»
- «Πήγε προς τα σκαλιά γιατί γκελάρισε στο παπούτσι του παιδιού από εδώ και μετά κύλησε μέχρι εκεί».
- «Μέσα ήταν, το είδα κι εγώ», ακούγεται μια φωνή κάποιου από τα παιδιά γύρω-γύρω.
- «Ρε σεις, μη μου χάσετε τη δεκάρα», λέει ένας άλλος πιτσιρικάς με κοντό παντελονάκι και τιράντες, «με έχει στείλει η μάνα μου για ψωμί και δεν θα μου φτάσουν τα λεφτά».

Πεζοδρόμιο της Εκαταίου, 1966. Ένα τσούρμο από παιδιά παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον το «ντέρμπι των δύο». Διεξάγεται σε ένα καταπληκτικά φανταστικό και ταυτόχρονα σουρεαλιστικό γήπεδο. Ένα γήπεδο μόλις λίγων τετραγωνικών εκατοστών που έχει πρόκες αντί για παίκτες και μια δεκάρα αντί για μπάλα.

Η κατασκευή ήταν απλή. Παίρναμε μια μικρή σανίδα κάπως επιμήκη και καρφώναμε διάσπαρτες 22 μικρές πρόκες, περίπου μέχρι τη μέση τους. Βάζαμε επίσης 4 μεγαλύτερες πρόκες, που έπαιζαν το ρόλο των δοκαριών, από δυο σε κάθε τέρμα. Για jabulani είχαμε μια δεκάρα ή ένα εικοσαράκι και πολύ σπάνια ένα πενηνταράκι που ήταν όμως πολύ μικρό και δεν βόλευε, γιατί πέρναγε εύκολα ανάμεσα στις πρόκες και έμπαιναν πολλά γκολ φτάνοντας έτσι το σκορ σε αστρονομικά επίπεδα, κάπως εξωπραγματικά για τη φαντασία μας. Δραχμή ή δίφραγκο πολύ σπάνια γινόντουσαν «μπάλα», γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν στις τσέπες μας ή αν υπήρχαν τα κάναμε παγωτά, σοκολάτες ή κλασσικά εικονογραφημένα.

Το «ποδοσφαιράκι» παιζόταν από 2 παίκτες. Έπαιζε μια ο ένας, μια ο άλλος, σουτάροντας τη δεκάρα με το δάκτυλο. Η δεκάρα έκανε ένα χαρακτηριστικό ήχο «κλινκ-κλονκ» πάνω στις πρόκες αλλάζοντας πορεία και όπου σταμάταγε καθόριζε το σημείο του αντιπάλου να παίξει. Έτσι ο πιο ικανός, όποιος δηλαδή έβαζε τα πιο πολλά γκολ –συνήθως παίζαμε μέχρι τα 10- ήταν ο νικητής, οπότε τη θέση του ηττημένου έπαιρνε ένα άλλο παιδί κ.ο.κ. μέχρι που στο τέλος έβγαινε ο «πρωταθλητής» της γειτονιάς της ημέρας εκείνης.

Το «ποδοσφαιράκι» ήταν καθιστικό παιχνίδι και έδρασε κυρίως τη δεκαετία του ΄50. Εμείς το προλάβαμε στα τελευταία του, κυρίως όσοι είχαμε μεγαλύτερα αδέρφια. Όπως στα τελευταία τους προλάβαμε τα αυτοσχέδια πατίνια («όρθια» ή «σταυρός») που είχαν ρουλεμάν αντί για ρόδες, τους βόλους, τις γκαζές, το τενεκεδένιο τηλέφωνο κ.α. Παίζαμε καθισμένοι στο πεζοδρόμιο, αναγκάζοντας τους περαστικούς να περάσουν από το δρόμο που ήταν φυσικά χωματόδρομος. Ήταν και από τις σπάνιες φορές που αφήναμε το δρόμο ελεύθερο στα κορίτσια για να παίξουν «κουτσό» ή «σχοινάκι» ή «τα μήλα». Τα κοριτσίστικα δηλαδή παιχνίδια με εξαίρεση ίσως το τελευταίο στο οποίο συμμετείχαν καμιά φορά και αγόρια. Τώρα που το σκέπτομαι, ίσως μόνο το «κλέφτες κι αστυνόμοι» και το «κρυφτό» ήταν mixed. Δηλαδή, για αγόρια και κορίτσια. Κάποια στιγμή όμως τα κορίτσια μάς το χάλασαν και το «κρυφτό» και έγινε τελείως κοριτσίστικο γιατί όποιος «τα φύλαγε» έλεγε ένα στιχάκι του τύπου:

«Τζένη Καρέζη
Κώστας Κακκαβάς
Αλίκη Βουγιουκλάκη
βγαίνω και τα φυλάς».

Στο δρόμο εκτός από μπάλα, παίζαμε καμιά φορά «ξυλίκι» και «πετροπόλεμο» (βλέπετε ήταν εύκολο να βρούμε πέτρες στους χωμάτινους δρόμους) αλλά ειδικά για το τελευταίο, επειδή είχαν ανοίξει άπειρα κεφάλια και είχαν σπάσει αρκετά τζάμια, είχε πέσει απαγορευτικό από τις μανάδες μας.

Στο «πρόκινο ποδοσφαιράκι» λοιπόν παιχτήκαν μουντιάλ και μουντιάλ εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έγινα πολύ δημοφιλής γιατί η κυρία Τούλα, η γειτόνισσα και καλή φίλη της μητέρας μου όταν μέναμε στην Τιμοξένου, μού έκανε δώρο ένα παλιό ξύλινο(!!!) ποδοσφαιράκι. Η κα Τούλα έμενε με την οικογένειά της σε μια παλιά καταπληκτική διώροφη μονοκατοικία. Το σπίτι αυτό, πραγματικό αρχοντικό των αρχών του 20ου αιώνα, είχε τεράστιους χώρους, ψηλοτάβανα δωμάτια με φανταστικές ταπετσαρίες στους τοίχους, διακοσμητικά ανάγλυφα στα ταβάνια και μια καταπληκτική εσωτερική ξύλινη σκάλα. Στο πίσω μέρος υπήρχε μια αυλή με ωραία μεγάλα πλακάκια και περιφερειακή πυκνή βλάστηση. Εκεί υπήρχε κι ένα άλλο μικρό σπιτάκι –πιθανότατα «της υπηρεσίας» κάποιων άλλων εποχών- που το είχε για εργαστήριο ο κυρ Ηλίας, ο άντρας της κας Τούλας. Ο κυρ Ηλίας, άνθρωπος με καταπληκτικό χιούμορ, ήταν δ/ντης των εξωτερικών μεταδόσεων του ΕΙΡ. Όταν ήμουν μικρός με είχε πάρει μερικές φορές μαζί του στη δουλειά και έτσι είχα δει από κοντά πώς γίνονταν οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις στον Παναθηναϊκό τις Κυριακές ή η μετάδοση της ρίψης του Σταυρού των Θεοφανείων στον Πειραιά «παρουσία των Βασιλέων». Ο κυρ Ηλίας, άνθρωπος βαθύτατα δημοκράτης, όταν τελειώναμε τη μετάδοση και γυρίζαμε στην Αθήνα με το συνεργείο του ΕΙΡ, σήκωνε μεγάλες πλάκες με τα καμώματα των Γλύξμπουργκ ή άλλων επισήμων και «επισήμων». Μιλάμε για εποχές δύσκολες πολιτικά, αρχές της δεκαετίας του ’60, που αν έλεγες κάτι εναντίον της βασιλικής οικογένειας μπορεί και να πήγαινες φυλακή. Με τον κυρ Ηλία λοιπόν έμαθα δυο πράγματα. Πρώτον να ακούω ραδιόφωνο (ναι φίλοι, ακόμα και σήμερα, ακούω πολύ ραδιόφωνο, ιδίως τις νύχτες ή όταν οδηγάω). Δεύτερον, όταν ακούω ραδιόφωνο να ξέρω να ξεχωρίζω τον «πραγματικό» ήχο από τον «ψεύτικο». Την πραγματική είδηση δηλαδή, από την προπαγάνδα. Αυτό με ακολούθησε πάντα. Ακόμα κι όταν διάβαζα εφημερίδα, εγώ ήχους άκουγα και ξεχώριζα τους πραγματικούς από τους ψεύτικους. Ο κυρ Ηλίας μού έμαθε επίσης ότι ακόμη και η πιο δύσκολη στιγμή μπορεί καμιά φορά να αντιμετωπιστεί με χιούμορ. Ο κυρ Ηλίας και η κα Τούλα «έφυγαν», σχεδόν μαζί, ο ένας μετά τον άλλον, σε μεγάλη ηλικία όταν βρισκόμουν πια στο εξωτερικό. Όταν το έμαθα, πήρα νύχτα το αυτοκίνητο και πήγα και άφησα μια ανθοδέσμη έξω από το μέγαρο της καναδικής κρατικής ραδιοφωνίας. Ο θυρωρός του μεγάρου ακόμα αναρωτιέται γιατί κάποιος στα καλά καθούμενα αφήνει μια ανθοδέσμη νυχτιάτικα στο χιόνι …

Στο πίσω μέρος λοιπόν της αυλής του καταπληκτικού σπιτιού της οδού Τιμοξένου, ήταν το εργαστήρι του κυρ Ηλία. Δεν ήταν ηλεκτρονικό ή ραδιο-ηλεκτρολογικό εργαστήρι όπως θα φανταζόταν κάποιος λόγω του επαγγέλματος του κυρ Ηλία, αλλά ξυλουργικό! Ο κυρ Ηλίας είχε για χόμπι τις ξυλουργικές κατασκευές. Καμιά φορά συνδύαζε επάγγελμα και χόμπι και έφτιαχνε κάτι φανταστικά ηχεία. Πιθανολογώ λοιπόν να είχε φτιάξει αυτός το ξύλινο ποδοσφαιράκι που μού έκανε δώρο η κα Τούλα. Να το είχε φτιάξει δηλαδή για τα δικά τους παιδιά που ήταν πια μεγάλα, φοιτητές. Μπορεί και όχι. Μπορεί να τους το έστειλε η θεία τους η Σωσώ, η αδελφή της κας Τούλας, που έμενε μόνιμα στη Γαλλία. Δεν ξέρω να σας πω. Το ποδοσφαιράκι μου πάντως ήταν υπέροχο. Το καλύτερο δώρο που μου έκαναν ποτέ έστω και δεύτερο χέρι. Οι παίκτες ξύλινοι όπως είπαμε (αντί για τις πρόκες που είχαν οι άλλοι) με ωραίο καμπυλωτό σχήμα, περίπου σαν τα πούλια στο σκάκι. Ήταν επίσης χρωματισμένοι. Ξεθωριασμένοι λίγο αλλά πάντως με χρώμα. Οι μισοί κόκκινοι και οι μισοί πράσινοι, όχι έντονα. Το γύρω-γύρω του γηπέδου ήταν καφετί σκούρο.

Έγινα λοιπόν πολύ δημοφιλής με το ποδοσφαιράκι αυτό. Κανείς δεν είχε δει ποτέ κάτι παρόμοιο. Κανείς δεν ξαναείδε ποτέ κάτι παρόμοιο. Πέρασαν μετά πολλά χρόνια. Εμείς μεγαλώσαμε, στο γυμνάσιο παίζαμε καμιά φορά το άλλο, το μεγάλο ποδοσφαιράκι με τα περιστρεφόμενα χερούλια («πεντάδα», «τριάδα», «δυάδα» και «τέρμα»), στα «κακόφημα» μπιλιαρδάδικα ή σφαιριστήρια της περιοχής (αλήθεια γιατί το υπέροχο μπιλιάρδο είχε ταυτιστεί με την αλητεία; ποτέ δεν το κατάλαβα), μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο. Εγώ μετά βρέθηκα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και οι φίλοι μου, οι φίλοι μου, οι φίλοι μου…ήταν πάντα μαζί μου και ήμουν πάντα μαζί τους. Ακόμα κι όταν χανόμασταν για μήνες ή χρόνια.

Και το ποδοσφαιράκι της κας Τούλας; Ούτε που ξέρω τι απέγινε. Όπως δεν ξέρω τι απέγιναν τα μπάζα της αντιπαροχής του αρχοντικού της οδού Τιμοξένου, της οδού Εκαταίου, της οδού Βρεσθένης, της οδού Σωστράτου, της οδού Ευδόξου, της Σπινθάρου, της Γεωμέτρου, της Φωτομάρα, της Δεινοστράτου, της Θαρύπου, της Λαχούρη, της Κλαδά, της Αντισθένους, της Αγκύλης και τόσων άλλων ωραίων σπιτιών που είχε κάποτε ο Νέος Κόσμος.

Πέρασαν ακόμα κάμποσα χρόνια. Γεννήθηκε στο εξωτερικό το πρώτο ανίψι μου που ήταν και πρώτο εγγόνι για τους γονείς μου και ξαφνικά όταν μεγάλωσε κι άρχισε να κλοτσάει μια μπάλα, εκεί που έψαχνα το χιλιοστό παιχνίδι που θα του αγόραζα, θυμήθηκα το ποδοσφαιράκι. Έψαξα από εδώ, έψαξα από εκεί, internet δεν υπήρχε και πήγαινα στα παιχνιδάδικα με τα πόδια, σιγά μην το έβρισκα. Αυτό ή έστω κάτι παρόμοιο. «We have no idea of what you’re talking about». Αποφάσισα να του φτιάξω λοιπόν εγώ ένα, αλλά επειδή το «πρόκινο» το αποκλείσαμε λόγω επικινδυνότητας «μη βγάλει κανένα μάτι το παιδί», προσπάθησα ανεπιτυχώς να φτιάξω ένα ξύλινο, κολλώντας κάτι ξυλαράκια σε μια σανίδα. Πλήρης αποτυχία! Τα ξυλαράκια ξεκόλλαγαν ή έσπαγαν εύκολα. Το project απέτυχε και η ιδέα ξεχάστηκε.

Είπα ξεχάστηκε, ε; Ξεχνιούνται οι αναμνήσεις; Ξεχνιούνται τα «λιθαράκια της μνήμης» που θα ‘λεγε και η φίλη Μαρία; Όχι βέβαια. Ο γιος μου ο Ιάσονας έγινε ποδοσφαιρόφιλος από μικρός. Θέλετε γιατί ο Πανιώνιος ήταν απέναντι από το σπίτι, θέλετε γιατί ήταν ποδοσφαιρόφιλοι οι δικοί του φίλοι, ο Ιάσονας αγαπάει πολύ τη μπάλα. Δεν ξέρω αν είναι καλός παίκτης (σουτάρει πάντως δυνατά) αλλά ακριβώς επειδή έμαθε τη μπάλα από μικρός, είναι ένας πολύ καλός φίλαθλος. Πριν 3-4 χρόνια που πήγαινε ακόμη δημοτικό, ήταν μια βροχερή εβδομάδα και ήμασταν όλη η οικογένεια συνέχεια στο σπίτι. Αφού εξαντλήσαμε τα επιτραπέζια και βαρεθήκαμε κάθε βράδυ το scrabble, το τάβλι και το σκάκι, πετάχτηκα για μια δουλειά σε γνωστό ξένο πολυκατάστημα της οδού Πειραιώς που μένει ανοικτό μέχρι αργά. Περιδιαβαίνοντας τους διαδρόμους έπεσα επάνω σε κάτι ξύλινους στρογγυλούς δοκούς, σαν κουρτινόξυλα. Ήταν όλων των μεγεθών σε μήκος και όλων των διαμέτρων σε πάχος. Ακόμα και μια πολύ μικρής διαμέτρου, μόλις 5mm. Δεν είχα ιδέα, ούτε και τώρα έχω, σε τι μπορεί να χρησιμεύει ένα τόσο λεπτό δοκαράκι. Το κόβουν και το κάνουν «καβίλιες» σε κάποια ξυλοκατασκευή; Χρησιμεύει σαν πίρος για παράθυρο; Μήπως το χρησιμοποιούν στις γλάστρες για να ψηλώσουν τα λουλούδια; Ποιος ξέρει; Εμένα πάντως η «φλασιά» μού είχε έρθει. Είναι σαν τη γνωστή διαφήμιση που κάποιος κοιτάζοντας ένα άδειο καλάθι φρούτων, ονειρεύτηκε το μπάσκετ.

Καθώς πιάνουν τα χέρια μου, σκέφτηκα ότι στο σπίτι έχω όλον τον εξοπλισμό από τα προηγούμενα projects μου. Τρυπάνι, πριόνι, βίδες. Δεν μου έλειπε τίποτα. Αγόρασα λοιπόν το δοκαράκι, καθώς κι ένα κομμάτι σανίδας πάχους περίπου 2cm. Δεν ξέρω από τι ξύλο ήταν. Ασφαλώς καπλαμάς, αλλά μού άρεσε οπτικά για το σκοπό που την ήθελα. Τους έβαλα στο κατάστημα και μου την έκοψαν σε διαστάσεις 40x25cm περίπου (οι διαστάσεις που αναλογούν σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο σε μικρογραφία). Τα κομμάτια που περίσσεψαν δεν τα πέταξαν. Τους είπα να τα κρατήσουν γιατί τα ήθελα για τα πλαϊνά τοιχώματα αλλά και για το υπόβαθρο του «Μαρακανά» που είχα στο νου μου. Όταν πήγα σπίτι, έκοψα με ένα λεπτό πριόνι το δοκαράκι σε 22 ίσα μέρη των 3cm περίπου. Πάνω στη σανίδα, ο Ιάσονας με ένα μολύβι ζωγράφισε τις γραμμές του αγωνιστικού χώρου κι εγώ με το τρυπάνι, άνοιξα σε προκαθορισμένα σημεία 22 μικρές τρύπες, πάχους 6mm και βάθους ενός cm η κάθε μια. Ακολούθως βίδωσα τα πλαϊνά τοιχώματα αφήνοντας χώρο για τα τέρματα και στη συνέχεια βάλαμε τους «παίκτες» στη θέση τους. Ο Ιάσονας δεν πίστευε στα μάτια του. Ούτε εγώ.

Ομολογώ ότι είχα συγκινηθεί με τη κατασκευή μας. Άκουγα ξανά τα παιδιά της Εκαταίου και της Τιμοξένου στα αυτιά μου κι έβλεπα τον κυρ Ηλία να κάθεται στον καναπέ του σαλονιού μας και να διακωμωδεί την πολιτική κατάσταση με τον πατέρα μου. Η μάνα μου ετοίμαζε τα καφεδάκια τους στην κουζίνα και η κα Τούλα έφερνε από δίπλα το πιάτο με τα σπιτικά κουλουράκια που είχε φτιάξει εκείνη την ημέρα.

- «Μπαμπά, η μπάλα φεύγει πολύ γρήγορα».

Η φωνή του Ιασονάκου με έφερε ξανά στην πραγματικότητα. Δεν είχε καταλάβει ότι η μπάλα δεν έπρεπε να είναι σφαιρική και ότι η γκαζά που έβαλε δεν έκανε για αυτή τη δουλειά. Είναι το μοναδικό ποδοσφαιράκι που δεν θέλει σφαιρική μπάλα. Έβγαλα ένα 2ευρω και αρχίσαμε το παιχνίδι. Ήταν απίστευτο. Ζούσα ένα όνειρο. Το ποδοσφαιράκι δεν το έφτιαξα τελικά για το γιο μου αλλά για μένα. Δεν του το είπα βέβαια ποτέ…

Αργότερα ο Ιάσονας πρόσθεσε και δίχτυα στα τέρματα από το τούλι μιας μπομπονιέρας, τα οποία στερέωσε με κόκκινες-μπλε πινέζες (τα χρώματα τυχαία, ε;). Περάσαμε άπειρες ώρες παίζοντας το δικό μας εσωτερικό πρωτάθλημα. Ένα καταπληκτικό παιχνίδι που δεν είχε κοστίσει πάνω από 2-3 Ευρώ συνολικά. Η «μπάλα» ήταν σχεδόν ίσης αξίας με το ίδιο το «Μαρακανά». Κάποια στιγμή μάλιστα την αντικαταστήσαμε με ένα καναδικό δολάριο γιατί όποιος στο σπίτι δεν είχε ψιλά, θυμόταν ότι στο «Μαρακανά» υπάρχει πάντα ένα 2ευρω το οποίο τις περισσότερες φορές ξεχνούσε έπειτα να αντικαταστήσει και έτσι το «Μαρακανά» έμενε χωρίς μπάλα.

Πέρασαν μήνες χαράς. Δικές μου, του Ιάσονα, των φίλων του. Ο Ιάσονας μεγάλωσε. Κάποια στιγμή είπε ότι θα το έβαφε αλλά ήταν πια στο Γυμνάσιο και δεν είχε χρόνο ούτε για παιχνίδι, ούτε για τίποτα. Ούτε ξαναπαίξαμε μαζί στο «Μαρακανά». Βρίσκεται ξεχασμένο εδώ και καιρό στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης του δωματίου του. Ίσως κάποτε το βάψει ο δικός του γιος. Του ζήτησα αν το βαπτίσει ποτέ, να το ονομάσει «Γήπεδο Τούλας και Ηλία Δ». Για αντιπαροχή, ούτε να το σκέπτεστε…




Σωτήρης Ροδόπουλος
Μουντιάλ 2010

2 σχόλια:

Κ.Κορωναίος είπε...

Μπράβο Σωτήρη, ωραία πράγματα μας θυμίζεις! (Ρε πόσο λίγο κοστίζει η παιδική ευτυχία...).

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω ότι πολύ λίγο κοστίζει τελικά και η ευτυχία των ενηλίκων!! Στις καταπληκτικές εικόνες που δημιούργησες με τη διήγησή σου αυτή, να προσθέσω και τον "καταβρεχτήρα" του Δήμου, που πέρναγε κάθε απόγευμα τα καλοκαίρια από την Εκαταίου, που και γω έμενα, (προφανώς και από τους άλλους χωματόδρομους)οπότε και διακόπταμε το όποιο παιχνίδι μας για να τον ακολουθήσουμε και να βραχούμε. Νομίζω ότι νοιώθω ακόμα εκείνη τη δροσιά!!!
Μαρία Ανδρεάδου