27.6.11

Έκθεση Γιάννη Ψυχοπαίδη στο Σπίτι της Κύπρου

Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, αυτό το εμβληματικό τρίπτυχο της χαμένης Άνοιξης της δεκαετίας του ’60 γίνεται εδώ μια εικαστική αναφορά στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά και στην Ιστορία γενικότερα. Μια αναφορά στην αντίσταση, στην κατοχή, τον εμφύλιο, στα χρόνια των αμφισβητήσεων και των ανατροπών, αλλά και των χαμένων ελπίδων. Αλλά και μια αναφορά στις πραγματικές ή φανταστικές συλλογικότητες που χαρακτήρισαν και σημάδεψαν εκείνα τα χρόνια και παραμένει ιδίως σήμερα το μεγάλο πρόταγμα και ζητούμενο. Το πνεύμα της σειράς αυτών των έργων είναι ένα πνεύμα επιστροφής στο μέλλον που για πολλούς σήμερα δεν είναι καθόλου τυχαίο, μαζί με τη βαθύτερη ανάγκη αναστοχασμού και αναψηλάφησης της ιστορικής μνήμης. Έργα γεννημένα τον τελευταίο χρόνο αναφέρονται και εμπνέονται από πρόσωπα, καταστάσεις και στιγμές του ιστορικού παρελθόντος και ζωντανού παρόντος σαν ένα προσκλητήριο απόντων και ένα κάλεσμα παρόντων. Πρόσωπα και μορφές αναδύονται από το σκοτάδι στο φως μέσα από τον ιστορικό χρόνο, αλλά τον διαπερνούν και σημαδεύουν το μέλλον, διαποτισμένα από τη βάσανο των μεγάλων ηθικών διλημμάτων. Εικόνες της μνήμης και μνήμες από εικόνες άλλων καιρών αλλά και πολύ κοντινών, δικών μας καιρών, εκεί όπου δοκιμάζονται δραματικά οι ανθρώπινες αντοχές, τα όρια και οι αξίες. Με τη μορφή της νεκρής φύσης, συναντιώνται εδώ το ψωμί, η παιδεία, και η διεκδίκηση της ελευθερίας, με τους αφανείς και τους φανερούς ήρωες και αγωνιστές του καιρού τους και παντός καιρού. Σήμερα που μετράμε τις απώλειές μας, η τέχνη θα αναζητήσει τις αλήθειες της με το βλέμμα στην ιστορία και τα διδάγματά της. Το προσκλητήριο των απόντων είναι μαζί και ένα προσκλητήριο των παρόντων και ενεργών πολιτών και δημιουργών.
Γ. Ψυχοπαίδης



------

Info:
Σπίτι της Κύπρου, Ηρακλείτου 10 Κολωνάκι, Αθήνα, Τηλ. 2103641217
Ώρες λειτουργίας: Δευ – Παρ 10.00 π.μ. - 2.00 μ.μ. και 5.00 μ.μ.- 8.00 μ.μ., Σάββατο 11.00 π.μ. – 2.00 μ.μ. Διάρκεια έκθεσης έως και το Σάββατο 2 Ιουλίου 2011.

Λόγω απεργιών της ΔΕΗ κλπ. τηλεφωνήστε πριν ξεκινήσετε.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αντί σχολίου
Δρόμοι, του Ρούσσου Βρανά

Αγάπα...
... το κελί σου, τρώγε όλο το φαΐ σου, διάβαζε πολύ, για να βγάλεις φυλακή, έλεγαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στα πέτρινα χρόνια. Ο κόσμος έβγαινε τότε από πολέμους και στερήσεις αλλά, είτε μέσα είτε έξω από τα τείχη, όλοι ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο.
Στο πατρικό...
... τραπέζι, οι άνθρωποι σταυρώνανε το ψωμί ευλαβικά, όποτε τύχαινε να τους πέσει από τα χέρια. Ήταν συνήθως ένα τραπέζι στρωμένο φτωχικά. Κι όταν μαζευόταν η οικογένεια ολόγυρά του, συχνά υπήρχε σε μιαν άκρη του ένα πιάτο που, όταν όλοι οι άλλοι απόσωναν πια το φαΐ τους, εκείνο απόμενε αδειανό. Γιατί από τους δύσκολους καιρούς υπήρχε πάντα κάποιος που δεν τα είχε καταφέρει να επιστρέψει. Τα χρόνια περνούσαν. Στο πατρικό τραπέζι σιγά σιγά έμπαιναν κι άλλα καλούδια παρεκτός από ένα κομμάτι πικρό ψωμί. Το αδειανό πιάτο περίμενε ακόμη στη γωνιά του. Μα γρήγορα γέμιζε όποτε τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού κάποιος από εκείνους που το οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής εποχής είχε αφήσει απέξω. Έτσι, για να συγχωρέσει, εις μνήμην εκείνου που δεν είχε επιστρέψει. Υπήρχε περίσσευμα. Δούλευε ένας και τάιζε τέσσερα στόματα. Έχτιζε με τον κόπο του το δικό του σπίτι. Κι αν δεν το προλάβαινε όσο δούλευε, το απόσωνε με το εφάπαξ. Αυτή ήταν η γενιά των πατεράδων μας.
Η δική μας...
... η γενιά έζησε με την ανάμνηση των πατρικών στερήσεων. Από τους πατεράδες μας πήραμε το συνήθειο να αδειάζουμε πάντα το πιάτο μας. Γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα»: «Κάποτε, ένας από τους γιους μου, ξέροντας το συνήθειό μου και βλέποντας ότι δεν μου άρεσε το φαΐ, κάθε τόσο μου ξαναγέμιζε κρυφά το πιάτο, βέβαιος πως μέσα στην αφηρημάδα μου εγώ θα εξακολουθούσα να το αδειάζω». Τα παιδιά των πατεράδων μας έζησαν καλύτερα από εκείνους, επειδή βρήκαν το τραπέζι στρωμένο. Όχι πως δεν ίδρωσαν κι αυτά. Πώς αλλιώς θα ανέβαιναν στη μεσαία τάξη; Δούλεψαν, πρόσφεραν νέες ιδέες, πλούτισαν τους τραπεζίτες και τους βιομηχά- νους. Μα ήρθε μια στιγμή που οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι δεν έβλεπαν πια με καλό μάτι την προκοπή τους, επειδή ήθελαν να πλουτίσουν κι άλλο. Ποιος πλήρωσε τον λογαριασμό; Τα παιδιά των παιδιών των πατεράδων μας. Τους έκοψαν τον μισθό, τους έβαλαν ενέχυρο το σπίτι, τους έκλεψαν την ασφάλιση, τους έβαλαν να τρέχουν και να μη φτάνουν, ανοίγοντας μιαν άβυσσο κάτω από τα πόδια τους. Τα παιδιά μας είναι η πρώτη γενιά στην ιστορία που αναγκάζεται να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Δυσκολεύονται να βρουν ένα πιάτο φαΐ κι επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι. Τρεις γενιές. Από την κόλαση στον παράδεισο και από τον παράδεισο στην κόλαση.
Οι τοίχοι...
... του κελιού μας έχουν σήμερα τόσο ψηλώσει, που έχουν κρύψει τον παράδεισο. Όμως, ύστερα από τόσους αγώνες για ένα κομμάτι πικρό ψωμί, τίποτα δεν μας υποχρεώνει να επιστρέψουμε στην κόλαση.
Δημοσιεύθηκε στα Νέα, την 1η Φεβρουαρίου 2010

Για την αντιγραφή
Σοφιστής

Sot Rods είπε...

Αντί απάντησης στο αντί σχολίου του φίλου Σοφιστή:

"...Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει
οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι,
αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή..."

Ανώνυμος είπε...

SotRods θαυμάσιοι οι στίχοι αν και με έκαναν να μελαγχολήσω (για τον ποιητή) ενθυμούμενος το που είσαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόσουν άλλος.
Σοφιστής

Sot Rods είπε...

"...Η πλατεία ήτανε άδεια και τρελός απ' τα σημάδια, σαν σκυλί, με συνθήματα σκισμένα, σ' έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί, στ' αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους και ζητώ πληροφορίες και υλικό, να φωτίσω τις αιτίες που μ' αφήνουνε μισό...""

Ευτυχώς που όσο κι αν αλλάζουν με τον καιρό οι ποιητές, μένουν τουλάχιστον ανέπαφα τα ποιήματά τους.

(Μίκης, Νιόνιος)

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι η τέχνη υπερβαίνει και είναι ανεξάρτητη από την προσωπικότητα των φυσικών προσώπων, μέσα από τα οποία (πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιούν) εκφράζεται.
Πρόκειται για μια περίεργη "διαδικασία" ώστε, πολλές φορές, άτομα των οποίων η προσωπικότητα και γενικά ο χαρακτήρας δεν είναι αντίστοιχος, να εκφράζουν με σπάνια ευαισθησία αλλά και διορατικότητα (που αγγίζει την προφητεία) τα ηθικά και κοινωνικά προτάγματα της εποχής τους.
΄Ετσι και ο Διονύσης των νεανικών μας χρόνων,χειμώνα 1972 προς 1973, τραγουδούσε "το άδειο μας το πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει" για να επιβεβαιωθεί, με τραγικό τρόπο, περίπου, 18 μήνες αργότερα.
Σοφιστής