Η άγνωστη αυγή
«Δευτέρα, 28.
Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Εχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
Πρώτοι βομβαρδισμοί
Παρασκευή 1 Νοέμβρη
Πολύ πρωί, πριν από το γραφείο, πάνω στου Κωστάκη. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μόλις γύρισε από την εξορία, πρόσωπο αδυνατισμένο, ρουφημένο, μια φλόγα στα μάτια. Λέει δυο σονέτα που έγραψε, μέσα σε λίγες στιγμές, προτού φύγει, κορόνα στο τέλος, αγαπά τη φωνή του, είναι ο άνθρωπος μιας φωνής. Καθώς μιλάμε, συναγερμός, είναι συγκινημένος που βρίσκεται με φίλους τέτοιες στιγμές. Κούφιοι κρότοι, μακριά, κατά τον Πειραιά, οι μπόμπες.
Δεν καταλαβαίνεις πώς περνά η μέρα, προχωρείς χωρίς να πάρεις ανάσα.
(…)
Επειτα στην «Μπριτάνια», που έχει μεταβληθεί σ’ ένα μεγάλο μελίσσι υπουργείων. Στο πάτωμα του υπουργείου Εξωτερικών, οι συνάδελφοι βγαίνουν σαν ποντικοί από τις πόρτες μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους. Εφαγα κάτω στο εστιατόριο. Στη μεγάλη σάλα, λίγοι αξιωματικοί, λίγοι διπλωμάτες, ένας-δυο υπουργοί, ο αρχιστράτηγος μόνος στο βάθος, ονειροπόλος, ο Αγγλος στρατιωτικός ακόλουθος με στολή εκστρατείας μαζί μ’ ένα στρατηγό που ήρθε σήμερα. Δημοσιογράφοι. Τα νέα: μπομπαρδίσαμε την Κορυτσά, υποψιάζουνται κινήσεις των Ιταλών για την Κέρκυρα, κάποιοι μιλούν, κιόλας, για νησιωτικό κράτος.
Εξω, μέσα στο σκοτάδι, ο ουρανός γεμάτος άστρα, τον κοιτάζω σαν ξένος.
(…)
Νίκες απρόσμενες και οι κακές μέρες μπροστά
Κυριακή, 10 Νοέμβρη
(…)
Νίκες όλες τούτες τις πρώτες μέρες του πολέμου. Απίστευτα πράγματα, που κανείς δεν τα περίμενε. Συλλογίζομαι τις κακές μέρες που δεν είναι απίθανο να ’ρθουν, αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες – δεν ξέρω πότε. Και τότε να μπορέσω να κάνω το χρέος μου, τίποτε άλλο.
Κυριακή, 17 Νοέμβρη
Ακατανόητη αναξιοσύνη των Ιταλών. Ρωτιέται κανείς τι λογάριαζαν όταν αποφάσισαν να πολεμήσουν με την Ελλάδα.*
[* Σημ. του 1950: Μετά τον πόλεμο έμαθα πως ο Γκράτσι τούς είχε δημιουργήσει την πεποίθηση πως δεν θα ρίχναμε μια τουφεκιά και πως η εισβολή τους θα ήταν απλός στρατιωτικός περίπατος].
(…)
Το ανώνυμο θαύμα του λαού και ο παλιός χαλασμένος κόσμος
Σάββατο, 14 Δεκέμβρη
Μόλις σταματήσω με πιάνει πλήξη. Η δουλειά είναι τέτοια που δεν μπορείς μήτε να αισθανθείς: όταν πάψει μια στιγμή, είσαι ολότελα άδειος. Ωστόσο γίνουνται μεγάλα πράγματα γύρω μου. Το γύρισμα του κύκλου έφερε τον ελληνικό λαό σε μια από τις πιο υψηλές στιγμές του. Χτες μου διηγήθηκαν τούτο: Ρωτούν έναν πατέρα τεσσάρων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοιαν απόφαση: «Ντράπηκα τους συχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».
Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε. Ενα πράγμα που ξεμυτίζει και φυτρώνει σαν το φρέσκο χορτάρι. Πιο πάνω, ο κόσμος ο δικός μας δεν έχει αλλάξει: παλιές συνήθειες, παλιοί τρόποι, οι ανταποκρίσεις από το μέτωπο θυμίζουν ανταποκρίσεις των πολέμων του ’12. Ενας κόσμος χαλασμένος».
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ', 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Εκδ. Ίκαρος.