Ήταν Οκτώβρης — ίσως Νοέμβρης — του ’71. Μια καινούργια καθηγήτρια των Γαλλικών στο Έκτο Αρρένων Αθηνών, νέα, γεμάτη φλόγα και περιέργεια, μπήκε μια μέρα στην τάξη και ρώτησε: «Ποιος θέλει να πάμε να δούμε τον Σαββόπουλο; Παίζει στο Κύτταρο, μαζί με τα Μπουρμπούλια. Θα παρουσιάσουν τον Μπάλο.»
Εγώ, παιδί της επαρχίας τότε, δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν όλα αυτά. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ σε τέτοιο μαγαζί, ούτε ήξερα πολλά για τον Σαββόπουλο — το όνομά του μόνο είχα ακούσει, κάπου-κάπου, σαν κάτι «περίεργο» αλλά σημαντικό. Κι όμως, πήγα.
Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη βραδιά σαν να ’ταν χτες. Μια μικρή αίθουσα, γεμάτη νέους ανθρώπους με βλέμμα που άστραφτε. Μια σκηνή χαμηλή, σχεδόν στο ίδιο ύψος με το κοινό. Και εκείνος, λεπτός, με κιθάρα, να μιλά, να γελά, να ψάλλει. Κι ύστερα άρχισε η μουσική — «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε» — κι ένιωσα κάτι να με διαπερνά. Ήταν σαν να άνοιγε ένας καινούργιος κόσμος μπροστά μου. Ο κόσμος της ελληνικής ψυχής, με τα πάθη της, τα όνειρά της, τα γέλια και τις πληγές της.
Εκείνο το βράδυ, χωρίς να το καταλάβω, έμαθα πως η μουσική μπορεί να είναι και ποίηση, πως ένας τραγουδοποιός μπορεί να είναι καθρέφτης μιας εποχής — και πως μια χώρα μπορεί να χωρέσει μέσα σε μια φωνή.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Σαββόπουλος συνέχισε να αλλάζει, να ψάχνει, να θυμώνει, να αγαπά, να αμφιβάλλει. Κι εμείς μεγαλώσαμε μαζί του. Κι ας μην το ξέρει, εκείνο το βράδυ στο Κύτταρο ήταν για μένα μια μύηση — στην τέχνη, στη ζωή, στην Ελλάδα όπως την ένιωθα κι όπως ήθελα να τη γνωρίσω.
Σήμερα που έφυγε, νιώθω σαν να χάθηκε ένα κομμάτι εκείνης της νιότης μου. Μα θα μείνει για πάντα εκεί, στο μικρό Κύτταρο της Ήπειρου και Αχαρνών, εκεί που πρωτάκουσα τη φωνή του και κατάλαβα, χωρίς λέξεις, πως εδώ είναι Βαλκάνια — και πως η ψυχή αυτού του τόπου έχει μουσική.
Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες Κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειμώνες Αν δε ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών να σε γιουχαΐσω
Υστερόγραφο Ο Κωστής ο Μανουσάκης, μαθηματικός, φίλος και συμφοιτητής, έπαιζε τότε κιθάρα. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον θυμάμαι να παίζει και να τραγουδάει: «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα ’ναι αδιάνοι και η πολιτεία μου πιο ξένη…» Πόσο βαθιά ένιωθα αυτό το τραγούδι μέσα μου. Τι κουράγια μας έδινε να συνεχίσουμε τον αγώνα κατά της δικτατορίας.
1 σχόλιο:
Για σου Νιονιο
Ήταν Οκτώβρης — ίσως Νοέμβρης — του ’71.
Μια καινούργια καθηγήτρια των Γαλλικών στο Έκτο Αρρένων Αθηνών, νέα, γεμάτη φλόγα και περιέργεια, μπήκε μια μέρα στην τάξη και ρώτησε:
«Ποιος θέλει να πάμε να δούμε τον Σαββόπουλο; Παίζει στο Κύτταρο, μαζί με τα Μπουρμπούλια. Θα παρουσιάσουν τον Μπάλο.»
Εγώ, παιδί της επαρχίας τότε, δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν όλα αυτά. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ σε τέτοιο μαγαζί, ούτε ήξερα πολλά για τον Σαββόπουλο — το όνομά του μόνο είχα ακούσει, κάπου-κάπου, σαν κάτι «περίεργο» αλλά σημαντικό.
Κι όμως, πήγα.
Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη βραδιά σαν να ’ταν χτες.
Μια μικρή αίθουσα, γεμάτη νέους ανθρώπους με βλέμμα που άστραφτε. Μια σκηνή χαμηλή, σχεδόν στο ίδιο ύψος με το κοινό. Και εκείνος, λεπτός, με κιθάρα, να μιλά, να γελά, να ψάλλει.
Κι ύστερα άρχισε η μουσική — «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε» — κι ένιωσα κάτι να με διαπερνά.
Ήταν σαν να άνοιγε ένας καινούργιος κόσμος μπροστά μου.
Ο κόσμος της ελληνικής ψυχής, με τα πάθη της, τα όνειρά της, τα γέλια και τις πληγές της.
Εκείνο το βράδυ, χωρίς να το καταλάβω, έμαθα πως η μουσική μπορεί να είναι και ποίηση, πως ένας τραγουδοποιός μπορεί να είναι καθρέφτης μιας εποχής — και πως μια χώρα μπορεί να χωρέσει μέσα σε μια φωνή.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Σαββόπουλος συνέχισε να αλλάζει, να ψάχνει, να θυμώνει, να αγαπά, να αμφιβάλλει.
Κι εμείς μεγαλώσαμε μαζί του.
Κι ας μην το ξέρει, εκείνο το βράδυ στο Κύτταρο ήταν για μένα μια μύηση — στην τέχνη, στη ζωή, στην Ελλάδα όπως την ένιωθα κι όπως ήθελα να τη γνωρίσω.
Σήμερα που έφυγε, νιώθω σαν να χάθηκε ένα κομμάτι εκείνης της νιότης μου.
Μα θα μείνει για πάντα εκεί, στο μικρό Κύτταρο της Ήπειρου και Αχαρνών,
εκεί που πρωτάκουσα τη φωνή του και κατάλαβα, χωρίς λέξεις,
πως εδώ είναι Βαλκάνια — και πως η ψυχή αυτού του τόπου έχει μουσική.
Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες
Κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειμώνες
Αν δε ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω
Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών να σε γιουχαΐσω
Υστερόγραφο
Ο Κωστής ο Μανουσάκης, μαθηματικός, φίλος και συμφοιτητής, έπαιζε τότε κιθάρα.
Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον θυμάμαι να παίζει και να τραγουδάει:
«Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει,
οι δρόμοι θα ’ναι αδιάνοι και η πολιτεία μου πιο ξένη…»
Πόσο βαθιά ένιωθα αυτό το τραγούδι μέσα μου.
Τι κουράγια μας έδινε να συνεχίσουμε τον αγώνα κατά της δικτατορίας.
Δημοσίευση σχολίου