Περάσαμε την εφηβεία μέσα στη χούντα αλλά ευτυχώς οι πιο πολλοί βγήκαμε νικητές και με σώας τας φρένας. Το τέλος της δεκαετίας του '60 πέρασε από πάνω μας με μια βροχή μηνυμάτων. Όσοι πρόλαβαν να απλώσουν κεραίες τα κράτησαν παρακαταθήκη για τα επόμενα χρόνια.
Ο Μάης του '68, οι καθημερινοί βομβαρδισμοί της Σαϊγκόν, οι ναλπάμ, οι Χίππυς, οι εξεγέρσεις των αμερικάνικων πανεπιστημίων, ο Αντονιόνι, ο Σαββόπουλος, το Woodstock, η κηδεία του Γέρου και η άλλη του εθνικού Ποιητή, η εκκωφαντική σιωπή των περισσοτέρων, οι πρώτες φωνές "σήμερα ψηφίζουμε", αλλά κυρίως ο γείτονας που τον "έφευγαν" νύχτα να προλάβει το καράβι για τη Γυάρο, ήταν οι κωδικοί που ξεκλείδωσαν το νου και που κράτησαν μια ζωή και κρατούν ακόμα. Τότε ακούμπαγε το αυτί το μεγάφωνο του ραδιοφώνου που έπαιζε πολύ σιγά "γιατί δεν ξέρεις αν ο καινούργιος απέναντι είναι χαφιές ή όχι". Παράνομο το BBC, η Ντόϊτσε Βέλε και δεν το συζητάμε για Μόσχα και Φωνή της Αλήθειας. Η αντίδραση ήταν πολλή ξένη μουσική με τραγούδια που καταλαβαίναμε πιο πολύ από ένστικτο παρά από τις ξένες γλώσσες μας και που έπαιζαν ερασιτεχνικοί "βγάζεις γύρω στο 8, με άριστα τον αμερικάνικο". Ο Μίμης, ο Μάνος, ο Γιώργος στα στενά πεζοδρόμια της Βρεσθένης κάτω από τη Φραντζή. Τα σχολεία και Σάββατο, και Τετάρτη βράδυ-Πέμπτη πρωί, τα φροντιστήρια πιο πολύ για να περάσουμε το τώρα παρά για να δώσουμε εισαγωγικές, και τα πάρτυ με τις καρέκλες γύρω-γύρω και λίγο βερμούτ κι αποκορύφωση το μπλουζ που όλοι περίμεναν. Η συνέχεια έξω από τα αγγλικά ή το πολύ στο παρκάκι του Άγιου Παντελεήμονα. Στο μεταξύ πλησίαζε ο καιρός της απόλυσης και τα σχέδια έμπαιναν σε άλλη βάση. Ο Άγκνιου στη Ελλάδα, χειροκροτείστε, μέρος κι αυτός του ντεκόρ των μεγάλων εορτών του κιτς. Κάπου εκεί η εκδρομή για τη Ρόδο είχε το αναπάντεχο happening. Ξημερώματα έμπαινε το καράβι στη Λέρο, με τον αυγερινό να μην έχει βγει ακόμη αλλά να φαίνονται τα φώτα των φυλακών, ψηλά στο βουνό. Η κιθάρα στο κατάστρωμα σταμάτησε και άρχισε ένα τραγούδι χωρίς άλλη υπόκρουση, θούριος και μοιρολόϊ μαζί, "πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει...". Οι καθηγητές έφυγαν από φόβο, το ίδιο και οι ναύτες και όποιος άλλος ήταν εκεί κι έμεινε μόνος ο Μιχάλης όρθιος να συνεχίζει σαν μαέστρος τη χορωδία. "Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει...". Ο ίδιος Μιχάλης με τη βραχνή φωνή, που σε εκείνη την εκδρομή μας έμαθε να κουβαλάμε μέσα μας, τον Σικελιανό και τον Ελύτη. Όλο το Αιγαίο σε μια βαλίτσα, πάνω στο 747. Ο Μιχάλης που ήμασταν μαζί όταν έπιασε Κύπρο το ραδιόφωνο του Ρόδιου ταξιτζή, πηγαίνοντας για το Φαληράκι. Ο Μιχάλης του "μικρού βοριά"...
Ο Μάης του '68, οι καθημερινοί βομβαρδισμοί της Σαϊγκόν, οι ναλπάμ, οι Χίππυς, οι εξεγέρσεις των αμερικάνικων πανεπιστημίων, ο Αντονιόνι, ο Σαββόπουλος, το Woodstock, η κηδεία του Γέρου και η άλλη του εθνικού Ποιητή, η εκκωφαντική σιωπή των περισσοτέρων, οι πρώτες φωνές "σήμερα ψηφίζουμε", αλλά κυρίως ο γείτονας που τον "έφευγαν" νύχτα να προλάβει το καράβι για τη Γυάρο, ήταν οι κωδικοί που ξεκλείδωσαν το νου και που κράτησαν μια ζωή και κρατούν ακόμα. Τότε ακούμπαγε το αυτί το μεγάφωνο του ραδιοφώνου που έπαιζε πολύ σιγά "γιατί δεν ξέρεις αν ο καινούργιος απέναντι είναι χαφιές ή όχι". Παράνομο το BBC, η Ντόϊτσε Βέλε και δεν το συζητάμε για Μόσχα και Φωνή της Αλήθειας. Η αντίδραση ήταν πολλή ξένη μουσική με τραγούδια που καταλαβαίναμε πιο πολύ από ένστικτο παρά από τις ξένες γλώσσες μας και που έπαιζαν ερασιτεχνικοί "βγάζεις γύρω στο 8, με άριστα τον αμερικάνικο". Ο Μίμης, ο Μάνος, ο Γιώργος στα στενά πεζοδρόμια της Βρεσθένης κάτω από τη Φραντζή. Τα σχολεία και Σάββατο, και Τετάρτη βράδυ-Πέμπτη πρωί, τα φροντιστήρια πιο πολύ για να περάσουμε το τώρα παρά για να δώσουμε εισαγωγικές, και τα πάρτυ με τις καρέκλες γύρω-γύρω και λίγο βερμούτ κι αποκορύφωση το μπλουζ που όλοι περίμεναν. Η συνέχεια έξω από τα αγγλικά ή το πολύ στο παρκάκι του Άγιου Παντελεήμονα. Στο μεταξύ πλησίαζε ο καιρός της απόλυσης και τα σχέδια έμπαιναν σε άλλη βάση. Ο Άγκνιου στη Ελλάδα, χειροκροτείστε, μέρος κι αυτός του ντεκόρ των μεγάλων εορτών του κιτς. Κάπου εκεί η εκδρομή για τη Ρόδο είχε το αναπάντεχο happening. Ξημερώματα έμπαινε το καράβι στη Λέρο, με τον αυγερινό να μην έχει βγει ακόμη αλλά να φαίνονται τα φώτα των φυλακών, ψηλά στο βουνό. Η κιθάρα στο κατάστρωμα σταμάτησε και άρχισε ένα τραγούδι χωρίς άλλη υπόκρουση, θούριος και μοιρολόϊ μαζί, "πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει...". Οι καθηγητές έφυγαν από φόβο, το ίδιο και οι ναύτες και όποιος άλλος ήταν εκεί κι έμεινε μόνος ο Μιχάλης όρθιος να συνεχίζει σαν μαέστρος τη χορωδία. "Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει...". Ο ίδιος Μιχάλης με τη βραχνή φωνή, που σε εκείνη την εκδρομή μας έμαθε να κουβαλάμε μέσα μας, τον Σικελιανό και τον Ελύτη. Όλο το Αιγαίο σε μια βαλίτσα, πάνω στο 747. Ο Μιχάλης που ήμασταν μαζί όταν έπιασε Κύπρο το ραδιόφωνο του Ρόδιου ταξιτζή, πηγαίνοντας για το Φαληράκι. Ο Μιχάλης του "μικρού βοριά"...
2 σχόλια:
Αυτά τα πέτρινα χρόνια, η φτώχεια, η ανέχεια και οι κατατρεγμοί μας έκαναν καλύτερους ανθρώπους?
Δεν νομίζω, Τάκη. Οι περισσότεροι γίναμε ατομιστές και κοιτάξαμε την πάρτη μας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η όποια αλληλεγγύη και συντροφικότητα, πήγαν περίπατο σχεδόν αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό άλλωστε δεν είναι και σήμερα το βασικό κοινωνικό ζήτημα; Η ουσιαστική απουσία δημοκρατικής συνείδησης μέσα στην καθημερινότητά μας; Οι ανθρώπινες σχέσεις;
Δημοσίευση σχολίου