«Να περπατάς πάνω στην άμμο και τα βότσαλα, νωρίς το πρωί...διώχνει το άγχος και κάνει καλό...» μου είπαν ειδικοί και ομοιοπαθείς και άλλοι απελπισμένοι. Το ακολούθησα, και μια μέρα ο ήλιος μου γυάλισε μπροστά μου κάποια μικρά γυαλάκια, άσπρα, πράσινα και σπανιότερα καφετιά ή μπλε...Βρήκα σκοπό για τις πρωινές μου βόλτες. Με οδηγούσε ο ήλιος, που υπό τη γωνία που έριχνε το φως του, λαμπύριζε τα μικρά γυαλάκια, σμιλεμένα από τη θάλασσα και το κύμα, τα λευκά λίγο θαμπά σχεδόν γαλακτερά, τα πράσινα διάφανα, τα μπλε πανέμορφα...Τα μάζευα και τα έδινα στις κόρες που στόλιζαν μ’ αυτά καθρέπτες ή έφτιαχναν μαγικά γιορντάνια...
Ένα πρωινό, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα, σχεδόν η βεβαιότητα, ότι ήδη από την άλλη όχθη, μάζευα τα γυαλάκια – κομματάκια εκείνου του γυάλινου μπουκαλιού που, πριν από πολλά χρόνια στην αρχή της νιότης μας, είχαμε ρίξει στη θάλασσα σαν ναυαγοί, σαν απελπισμένοι ή απλώς ....για πλάκα!! Τι να ’γινε άραγε εκείνο το χαρτί μέσα στο μπουκάλι με το μήνυμά μας; Βράχηκε και καταστράφηκε; Το βρήκε κάποιος και γέλαγε για καιρό; Το έφαγαν τα ψάρια; Ξεβράστηκε κάπου μακρυά που δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα; Εγώ πάντως κάθε πρωί μαζεύω όσα γυαλάκια βρίσκω, τα δίνω στις κόρες κι’ αυτές στολίζουν καθρέπτες και φτιάχνουν μαγικά γιορντάνια...
Παίδες, Καλό Καλοκαίρι