13.10.13

ektoΙστορικά 2

Συνεχίζουμε το ξεφύλλισμα της ελληνικής ιστορίας επικεντρώνοντας σε γεγονότα και κείμενα τα οποία θα μπορούσαν να αντιστοιχηθούν ευθέως με τη σημερινή εποχή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε είναι να βρούμε γεγονότα που ΔΕΝ μπορούν να συσχετιστούν με το σήμερα. Είναι τέτοια η μακρά και πολύπλοκη Ιστορία του τόπου που η ρήση «οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους» βρίσκει την τέλεια εφαρμογή της στην Ελλάδα.

Γυρνώντας περίπου 16 χρόνια πιο πριν από το «Γουδί» το οποίο είχε ως θέμα η προηγούμενη ανάρτηση των ektoΙστορικών, φτάνουμε στο 1893 και στην κορύφωση ενός ανεπανάληπτου μέχρι εκείνη τη στιγμή πολιτικο-οικονομικού δράματος. Το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ενώπιον της Βουλής ως φράση, πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν ότι το είπε πράγματι ο Τρικούπης, αλλά σίγουρα δεν αμφισβητούν την πραγματικότητα της οδυνηρής εσωτερικής πτώχευσης της χώρας που οδήγησε μοιραία και στην εξωτερική. «Σημειώνεται ότι παρόμοια επίσης φράση, ελαφρά παραλλαγμένη, χρησιμοποίησε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν με την φράση του «τελικώς επτωχεύσαμεν» τον Μάιο του 1932, η κυβέρνησή του θα κηρύξει για άλλη μια φορά πτώχευση της Ελλάδας, κάτω από το υψηλό χρέος του εξωτερικού δανεισμού, επικαλούμενος ακόμη και τη Μικρασιατική Καταστροφή, που είχε σημειωθεί δέκα χρόνια πριν, αλλά και τη διεθνή οικονομική ύφεση από το Κραχ του 1929, ενώ στην πραγματικότητα ήταν συσσώρευση πολλών χρεών μαζί από την αρχή του αιώνα» (πηγή: Wikipedia).

Επιστρέφοντας στον Τρικούπη, «από μελέτη των στοιχείων εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαρίλαου Τρικούπη για τη σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους. Ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την πρόταση του Τρικούπη να κυρωθεί η σύμβαση του δανείου - όπως προέβλεπε σχετικός Νόμος - και τη σύσταση «Ταμείου Δανείου» με βασιλικό διάταγμα και αντιπρότεινε να δώσει η Βουλή ειδική εξουσιοδότηση. Πιεζόμενος από τον Τρικούπη ζήτησε προθεσμία 48 ωρών "για να σκεφτεί". Στο διάστημα αυτό με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που εστάλη στο Λονδίνο από τα Ανάκτορα δινόταν η εντολή να πουλήσουν στο χρηματιστήριο πολλών εκατομμυρίων ομολογίες ελληνικών δανείων, που οι τιμές τους ανέβαιναν καθημερινά εν όψει του νέου δανείου. Το ανακτορικό παιχνίδι οδήγησε αμέσως τον Τρικούπη σε παραίτηση και τη χώρα, ύστερα από λίγο, στην πτώχευση» (πηγή: Wikipedia). Με άλλα λόγια ο Γεώργιος «σορτάριζε» όπως θα λέγαμε σήμερα, ελληνικά ομόλογα προς ίδιον όφελος, αδιαφορώντας για την κατάσταση της χώρας στην οποία βασίλευε.

Ας δώσουμε όμως το λόγο για τα γεγονότα του 1893 σε 2 επιστήμονες Ιστορικούς: Διαλέξαμε από παλιό βιβλίο του Νίκου Σβορώνου ένα κείμενο το οποίο εδώ, από το ekto1972, αναρτάται για πρώτη φορά στο διαδίκτυο και δεν θα το βρείτε ολόκληρο σε κανένα άλλο site. Θέλαμε να δούμε πώς αναλύει τα γεγονότα του 1893 ένας ιστορικός που δεν έζησε όλη τη μεταπολίτευση και φυσικά τη σημερινή Μνημονιακή Ελλάδα και συνεπώς δεν επηρεάζεται η σκέψη του από τις σημερινές εξελίξεις. Ενδιαφέρον έχουν στο τέλος του κειμένου και οι πληροφορίες που παραθέτει ο Σβορώνος για τις Συντεχνίες της εποχής (κοινά συνδικαλιστικά όργανα εργαζομένων - εργοδοτών), που στην ουσία προστάτευαν συμφέροντα ολόκληρων των κλάδων και όχι μόνο των επιμέρους μελών τους. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή μετεξέλιξης της ατμοκίνησης και της βιομηχανικής επανάστασης και πολύ κοντά στα γεγονότα του Σικάγου και της Παρισινής κομμούνας, αλλά πάρα πολύ πιο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση που άλλαξε εντελώς τη συσχέτιση κεφαλαίου και εργαζομένων στην Ευρώπη.

Τέλος, διαλέξαμε ένα κείμενο ενός σύγχρονου ιστορικού, του Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, που συνδέει το 1893 με το «Γουδί» της προηγούμενης ανάρτησης των ektoΙστορικών. Πρόκειται για ανάλυση των γεγονότων κάτω από την οπτική γωνία της σημερινής συγκυρίας και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Μιας δεκαετίας στην οποία συμπληρώνονται μόλις τα 100 πρώτα χρόνια από την απελευθέρωση της μισής περίπου Ελλάδας.

Ζητάμε την κατανόησή σας για το μάκρος αυτής της ανάρτησης, της μεγαλύτερης μέχρι στιγμής στο blog, αλλά είναι τέτοιο το θέμα που δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Νομίζουμε ότι αξίζει τον κόπο.

ekto1972



Τα 2 κείμενα:

«…Ενώ ανάμεσα στα 1875 και στα 1881 οι συνεχείς αποτυχίες στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική φανερώνουν τη χρεοκοπία του παλιού πολιτικού κόσμου, ο Τρικούπης από τις πρώτες του κιόλας κυβερνήσεις (1875 και 1880) παρουσιαζόταν ως η μόνη ικανή προσωπικότητα ν’ αναδιοργανώσει το κράτος. Οι εκλογές του 1881 του δίνουν για πρώτη φορά σημαντική πλειοψηφία και του επιτρέπουν την πρώτη σταθερή του κυβέρνηση (1882-1885). Από τότε κυβερνά τη χώρα ως το 1895, με μερικές διακοπές. Η εσωτερική του πολιτική δεν αποβλέπει παρά σε περιορισμένη πολιτική μεταρρύθμιση και σε ομαλότερη λειτουργία του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, που είχε αλλοιωθεί απ’ τη διαφθορά. Ο Τρικούπης αναδιοργανώνει τελείως το στρατό, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη της χώρας. Η αυστηρή εφαρμογή του νόμου για το αμετάθετο των δικαστών, η κατάργηση της κατάσχεσης των υπαλληλικών αποδοχών και του μισθού των αξιωματικών, η εξυγίανση των οικονομικών υπηρεσιών, ο νόμος για τα αναγκαία προσόντα των υπαλλήλων, η οργάνωση της Αστυνομίας και ο νέος εκλογικός νόμος με την ευρεία περιφέρεια και με τη μείωση του αριθμού των βουλευτών, όλ’ αυτά τα μέτρα τείνουν να δημιουργήσουν μια διοίκηση τίμια και ανεξάρτητη απ’ τους πολιτικούς. Το σπουδαιότερο έργο του Τρικούπη είναι η μεγάλη σειρά των δημοσίων έργων, που γι’ αυτά  μιλήσαμε και που μετέτρεψαν τη φυσιογνωμία της χώρας.

Εντούτοις, η οικονομική πολιτική του Τρικούπη ευνοούσε αποκλειστικά το μεγάλο κεφάλαιο κι ήταν εξαιρετικά δυσβάσταχτη για τις μεσαίες τάξεις και το λαό. Έτσι, στη συστηματική κωλυσιεργία των αντιδραστικών δυνάμεων, των συγκεντρωμένων γύρω στο Δεληγιάννη, προσθέτονταν η εχθρότητα της μεσαίας και μικροαστικής τάξης και του αγροτικού κι εργατικού κόσμου, όπου η δημαγωγία του Δεληγιάννη εύρισκε πρόσφορο έδαφος. Ήδη, πριν απ’ τον Τρικούπη, το κράτος δεν μπορούσε να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού, παρά με δανεισμό απ’ την Εθνική Τράπεζα κι από μερικούς πλούσιους Έλληνες τραπεζίτες. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος κι η ελληνική κινητοποίηση κατά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, αύξησαν το εσωτερικό χρέος, κι ο Τρικούπης κατέφυγε σε νέα δάνεια και στην αύξηση των φόρων για να άρει την αναγκαστική κυκλοφορία και να εκτελέσει τα δημόσια έργα του. Στα εσωτερικά δάνεια προσθέτονταν τώρα τα εξωτερικά. Είναι η εποχή που το ξένο κεφάλαιο, προπαντός το αγγλικό, αρχίζει να εισρέει μαζικά. Ανάμεσα στα χρόνια 1879 και 1893 το ποσό των εξωτερικών δανείων ανέβηκε σε 639,7εκ. φράγκα ονομαστικό κεφάλαιο και 468,4εκ. φράγκα πραγματικό. Η εξυπηρέτηση του δανείου απορροφά τα 40 έως 50% των κρατικών εσόδων και, ενώ το ποσό που ήρθε πραγματικά στην Ελλάδα μεταξύ 1879 και 1890 δεν υπερβαίνει τα 359εκ., η εξυπηρέτηση του δανείου ξεπερνά υπέρμετρα τα εισπραγμένα ποσά. Επιπρόσθετα πολύ μικρό μέρος απ’ αυτά τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν σε παραγωγικά έργα (6% περίπου). Το μεγαλύτερο τμήμα αφιερώθηκε είτε στη βελτίωση της θέσης της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας «Ηπειροθεσσαλίας» ή για να πληρωθούν τα εσωτερικά δάνεια. Το φορολογικό σύστημα που εγκαινίασε ο Τρικούπης και στηρίχτηκε στους έμμεσους φόρους, άφηνε το εισόδημα και το κεφάλαιο σχεδόν ελεύθερα, ενώ το κατά κεφαλή ποσοστό του φόρου ανερχόταν το 1893 σε 36,50 αντί για 19 το 1874. Οι σύντομες κυβερνήσεις του Δεληγιάννη απ’ το 1885 ως το 1886 κι από το 1890 ως το 1892 επιδείνωσαν την κατάσταση, παρά τα πρόσκαιρα δημαγωγικά μέτρα. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού αυξανόταν ολοένα: 30εκ. τo 1884, 61 το 1885, 66 το 1886. Οι ελληνικές κυβερνήσεις εξαρτώνταν απ’ την καλή θέληση των Ελλήνων και ξένων τραπεζιτών, που απαιτούσαν τη δημιουργία της Κρατικής Τράπεζας, που, κατά το παράδειγμα της Οθωμανικής, θα συγκέντρωνε τους πιστωτές του κράτους, θ’ αναλάμβανε την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και θα εισέπραττε όλα τα κρατικά έσοδα. Ούτε ο Τρικούπης, ούτε ο Δεληγιάννης τόλμησαν να φτάσουν ως εκεί. Ο ένας μετά τον άλλο, εξαναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από την εξουσία. Στο μεταξύ, οι αντιπρόσωποι των πιστωτών απ’ όλες τις χώρες συνέρχονταν στην Αθήνα για να επιβάλουν διεθνή έλεγχο. Ο Τρικούπης, ξαναπαίρνοντας την εξουσία το 1893, κήρυξε τη χρεοκοπία. Η Αυλή, η αντιπολίτευση κι οι τραπεζίτες συμμάχησαν εναντίον του. Έχασε τις εκλογές του 1895 κι αποθαρρυμένος απ’ αυτή την άγονη πάλη, εγκατέλειψε την Ελλάδα κι αποσύρθηκε στις Κάννες όπου και πέθανε.

Εκτός από μερικούς τραπεζίτες που συμμάχησαν με τις παλιές κάστες, όλες οι κοινωνικές τάξεις ήταν πολύ ενοχλημένες και δυσαρεστημένες απ’ την πολιτική της χρεοκοπίας. Οι έμποροι και οι εφοπλιστές έβλεπαν το εμπόριο να παρακμάζει. …Η κατάσταση της αγροτιάς ήταν ακόμη χειρότερη. Οι συνθήκες διαβίωσής της δεν είχαν καθόλου βελτιωθεί. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας, μεγάλων πεδινών περιοχών όπου η μεγάλη γαιοκτησία αποτελούσε τον κανόνα, αποκάλυπτε πιο καθαρά τη μεσαιωνική όψη της Ελλάδας. Η μεγάλη ιδιοκτησία κατείχε το 50% της συνολικής επιφάνειας ή 75% του καλλιεργήσιμου εδάφους, κι απ’ αυτό εξηγείται η συνεχής αναταραχή των αγροτών, που απαιτούσαν την αγροτική μεταρρύθμιση. Στην αγροτική αναταραχή προστίθεται τώρα, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το εργατικό ζήτημα. Οι συνθήκες ζωής των εργατών ήταν σχεδόν οι ίδιες όπως στις άλλες χώρες: 12 έως 15 ώρες δουλειάς τη μέρα και ημερομίσθια που κυμαίνονταν μεταξύ 3 και 5 δρχ. για τους άντρες και 0,75 και 1,30 για τις γυναίκες (1912). Η νομισματική κρίση του 1879, που μείωσε την αγοραστική δύναμη 30 έως 50%, έδωσε το σύνθημα για την εργατική πάλη. Οι εργάτες των ναυπηγείων της Σύρας ιδρύουν τον ίδιο χρόνο σωματείο και εξαπολύουν την πρώτη απεργία. Από τότε δημιουργούνται κι άλλα εργατικά σωματεία κι οι απεργίες πολλαπλασιάζονται. Η σπουδαιότερη ήταν των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896, που κατά τη διάρκειά της σημειώθηκαν αιματηρές συμπλοκές ανάμεσα στη χωροφυλακή και τους εργάτες. Αλλ’ οι εργατικές οργανώσεις δεν ήταν ως τότε παρά σωματεία αλληλεγγύης με πνεύμα περισσότερο συντεχνιακό παρά συνδικαλιστικό. Οι εργοδότες μετείχαν σ’ αυτά μαζί με τους εργάτες. Το καθαυτό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα αρχίζει μόνο με τη δημιουργία των εργατικών κέντρων του Βόλου (1905) και της Λάρισας (1910)...»

Νίκος Γ. Σβορώνος (1911-1989)
Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
Τίτλος πρωτοτύπου: Histoire de la Grèce Μoderne
Μετάφραση Αικατερίνη Ασδραχά
Εκδόσεις Θεμέλιο 1976






Και το δεύτερο:

«Η ιστορική παραδοχή του Χαρίλαου Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» στις 10 Δεκεμβρίου 1893 σηματοδοτεί ανάγλυφα τη θλιβερή κατάληξη μιας οικονομικής πολιτικής μεγάλων φιλοδοξιών και αγαθών προαιρέσεων, τα διδάγματα της οποίας δεν έχουν ακόμα, έναν αιώνα αργότερα, συζητηθεί ευρέως. Η πολιτική αυτή ανάγκασε το 1898 την Ελλάδα στην αποδοχή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) ο οποίος υποχρέωσε τη χώρα σε πολιτική αυστηρότατης λιτότητας, ως το 1910 τουλάχιστον, για να καταργηθεί τυπικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Τρικούπης κυβέρνησε τη χώρα λίγους μήνες το 1875 και το 1880, λίγες μέρες το 1878, καθώς και μεταξύ 1882-85 και 1886-90. Διετέλεσε πρωθυπουργός και μεταξύ Ιουνίου 1892-Μαΐου 1893 και μεταξύ Νοεμβρίου 1893-Ιανουαρίου 1895, για να αποσυρθεί στη συνέχεια από την πολιτική, λίγο πριν από τον θάνατό του. Ο κύριος πολιτικός του αντίπαλος Θεόδωρος Δηλιγιάννης κυβέρνησε στις περιόδους 1885-86, 1890-92 και 1895-97 καθώς και για μικρότερα διαστήματα το 1903 και το 1905, για να δολοφονηθεί στις 31 Μαΐου 1905 από έναν χαρτοπαίκτη.

Οι πολιτικές των δύο ανδρών διέφεραν ώς την πτώχευση του 1893 στη ρητορεία, αλλά συνέκλιναν στην πράξη. Ο Τρικούπης τασσόταν υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης. Εκπροσωπούσε γαιοκτημονικά συμφέροντα καθώς και το ελληνικό κεφάλαιο της Διασποράς και ήταν οπαδός της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας να αντιμετωπίσει προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγούσαν στη γεωγραφική της επέκταση. Ο Δηλιγιάννης ήταν κι αυτός πρόμαχος της Μεγάλης Ιδέας. Τασσόταν υπέρ του «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών της χώρας και εκπροσωπούσε πολιτικά τους «νοικοκυραίους» της πόλης και του χωριού. Παρά τα δημοφιλή «ο προϋπολογισμός αφήνει μικρό πλεόνασμα», «κάτω οι φόροι» και άλλες δημαγωγικές κορώνες, αμφότεροι οι πολιτικοί συσσώρευσαν μεγάλα ελλείμματα όσο κυβέρνησαν, δικαιολογώντας την απόκλιση μεταξύ προεκλογικών τους δεσμεύσεων και κυβερνητικών πεπραγμένων με επείγουσες τρέχουσες ανάγκες που πάντα θεωρούσαν ότι αντιμετώπιζαν.

Ο Τρικούπης εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία των καρπών της «εποχής του κεφαλαίου» στην ευρωπαϊκή οικονομία, που άνοιξε τις στρόφιγγες του διεθνούς δημόσιου δανεισμού το 1879, για να προωθήσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Βελτίωσε υποδομές και γενικές συνθήκες παραγωγής, εισήγαγε νομοθεσίες υποβοηθητικές των παραγωγικών προσπαθειών και, γεγονός μεγάλης σημασίας, κατηύθυνε υπέρογκους δανειακούς πόρους στην εθνική άμυνα της χώρας, δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στην ορθολογική κατανομή και οικονομική χρήση τους.

Αντί αναθεώρησης του απαρχαιωμένου φορολογικού συστήματος και επιβολής φορολογίας στούς, κατά τον καθηγητή Ιωάννη Σούτσο, «μηδόλως φορολογουμένους» - ένα στρώμα εύπορων αστών, που συμπεριλάμβανε ανώνυμες εταιρείες και τραπεζικά ιδρύματα, συνάφθηκαν μεταξύ 1879 και 1890 επτά εξωτερικά δάνεια ονομαστικής αξίας 630 εκατ. δρχ. Ο καθηγητής Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγιζε το ποσό αυτό, μετά την αφαίρεση προμηθειών-μεσιτικών, σε 459 εκατ. δρχ. και σε μόλις 389 εκατ. πραγματικού κεφαλαίου, καθώς πολλά από τα δάνεια εξοφλούσαν αμέσως με τη σύναψή τους παλαιότερα. Από αυτά μόνο ένα, αυτό του 1890, και ένα μέρος του δανείου του 1884 αφορούσαν παραγωγικά έργα, την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Συνόρων. Τα άλλα αφορούσαν στρατιωτικές/ναυτικές δαπάνες, εξόφληση χρεών του Δημοσίου προς τράπεζες και εξοφλήσεις οφειλών προγενέστερων δανείων.

Αποτέλεσμα ήταν μια παρατεταμένη οικονομική ευμάρεια χάρη στην αφθονία χρήματος και επικερδών τοποθετήσεων, στηριγμένη ωστόσο σε προϋποθέσεις που δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ίσχυαν εσαεί.

Μάταια επεσήμαναν φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της εποχής, όπως ο Ιωάννης Σούτσος και ο Αριστείδης Οικονόμος, ότι η χώρα έπρεπε να δανείζεται μόνον αφού θα είχε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Οτι θα έπρεπε να εξισορροπούσε δαπάνες με εισπράξεις για να εισαγάγει ένα μετατρέψιμο νόμισμα στη θέση μιας, στα χαρτιά ισχύουσας για τη χώρα, συμμετοχής στο διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής. Οτι θα έπρεπε να φορολογήσει έχοντες και κατέχοντες και να αντλήσει πόρους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, πράγμα που ο Τρικούπης απέφευγε να κάνει επικαλούμενος αναπτυξιακούς λόγους, συγκαλύπτοντας έτσι πολιτικές δεσμεύσεις του.

Το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης και η παράταση της Μεγάλης Υφεσης στην Ευρώπη σήμαναν το πρόσκαιρο τέλος της φούσκας που είχε δημιουργηθεί. Οι τόκοι των δανείων απορροφούσαν το 40% των φορολογικών εσόδων και η πτώχευση το 1893 επήλθε ως μοιραίο. Οι Σούτσος και Οικονόμος είχαν ήδη αποβιώσει από το 1890, και στη συλλογική συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων φαίνεται ότι υπερίσχυσε η ρήση του Τρικούπη, ότι ήταν καλύτερος ένας ελλειμματικός προϋπολογισμός που θα εξασφάλιζε ετοιμοπόλεμο στράτευμα, παρά ένας ισοσκελισμένος. Βέβαια το 1897 η ρήση αυτή δεν απέτρεψε τη δεινή ήττα του υποτιθέμενου ετοιμοπόλεμου στρατεύματος που συρρίκνωσε πρόσκαιρα την Ελλάδα περίπου στα σύνορα της Μελούνας. Χρειάστηκε νέο δάνειο 170 εκατ. χρυσών φράγκων για να πληρωθεί πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία προκειμένου να αποχωρήσει από τα καταληφθέντα εδάφη.

Διαπραγματεύσεις και «Αγανακτισμένοι»

Η πτώχευση του 1893 δεν επέδρασε αποτρεπτικά από το να διοργανωθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν συνεπάγονταν τεράστια έξοδα. Η πτώχευση αφορούσε μόνο το εξωτερικό και όχι το εσωτερικό δημόσιο χρέος και η οικονομική ζωή στη χώρα συνεχίστηκε απρόσκοπτα, ενώ άρχισαν και οι «φιλολογικές» αναζητήσεις του χρονικού σημείου από του οποίου η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο τής μη επιστροφής προς τη χρεοκοπία. Παρ' όλα αυτά δεν έλειψαν οι εντάσεις.

Ενώ ο Τρικούπης βρισκόταν σε αναζήτηση συμβιβασμού με τους ξένους δανειστές, σε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο στο Πεδίον του Αρεως στις αρχές του 1895 συμμετείχε στο πλευρό των «αγανακτισμένων» αντικυβερνητικών διαδηλωτών ο διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης. Η διάδοχη κυβέρνηση Δηλιγιάννη, στις 24 Ιουνίου 1895, ίδρυσε την «Υπηρεσία του Δημοσίου Χρέους», προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καθησυχάσει τους ξένους δανειστές και εξουσιοδότησε τον Στέφανο Στρέιτ, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, να συμφωνήσει με τους ομολογιούχους. Υπήρχε ωστόσο μια αποστροφή προς τους ξένους δανειστές και η κυβέρνηση καθοδηγούμενη από τον Τύπο της εποχής και την κοινή γνώμη δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό αποδεχόμενη τις υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου.

Στις λεγόμενες προτάσεις του Παρισίου του 1896, προβλεπόταν «κούρεμα» του τόκου σε 40% του άρτιου για τα δάνεια των μονοπωλίων και της κεφαλαιοποίησης (σε 32% για τα υπόλοιπα δάνεια) και απόδοση μέρους των εισπράξεων των υπεγγύων προσόδων στα μονοπώλια και τον καπνό στους ξένους δανειστές. Οι ομολογιούχοι ζητούσαν επίσης όλα τα έσοδα από το χαρτόσημο και συμμετοχή στο συμβούλιο της Εταιρείας των Μονοπωλίων. Κωλυσιεργίες παρέτειναν τις συζητήσεις, με την ελληνική πλευρά να πιστεύει ότι διαθέτει χρόνο και τον πρώτο λόγο. Ταξίδι επιτροπής των ομολογιούχων στην Αθήνα για να δει τον πρωθυπουργό παρήλθε άκαρπο.

Ετσι, πριν από την τυπική ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η όξυνση του Κρητικού ζητήματος, καθώς και η εισβολή τον Μάρτιο του 1897 δυνάμεων της Εθνικής Εταιρείας σε οθωμανικά εδάφη, άφησε μετέωρο το θέμα του συμβιβασμού. Στη βραχεία πολεμική αντιπαράθεση που προκάλεσε αυτή η -ουσιαστικά- κήρυξη πολέμου από ιδιώτες, η Ελλάδα υπέστη, ως γνωστόν, πανωλεθρία. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν στις 7 Μαΐου 1897, ύστερα από επέμβαση της Ρωσίας, καθώς ο οθωμανικός στρατός προχωρούσε νικηφόρα προς τη Λαμία.

Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου

Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν δεν συρρικνώθηκε εδαφικά η χώρα. Αντίθετα η επιβολή Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου, στα πρότυπα παρεμβάσεων σε Αργεντινή, Αίγυπτο και Τουρκία, έμελλε να αποτελέσει έναν πρωτόγνωρο πειραματισμό για την Ελλάδα. Η έκβαση του πολέμου υποχρέωσε επίσης την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί το σχέδιο των έξι Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτονομία της Κρήτης ως είχε.

Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ), και στην καθομιλουμένη Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος, ήταν το τίμημα που πλήρωσε το ελληνικό κράτος στους δανειστές του και στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης λόγω της μεσολάβησής τους στις διαπραγματεύσεις για την παύση των εχθροπραξιών. Ηταν επίσης η προϋπόθεση για τη σύναψη νέου δανείου, απαραίτητου για την πληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία. Συγχρόνως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διευθετούσαν μέσω της ΔΟΕ το άλυτο, μέχρι τότε, ζήτημα των χρεών του ελληνικού Δημοσίου προς τους ξένους δανειστές. Είναι προφανές ότι αν δεν είχε προηγηθεί η πτώχευση του 1893, ή αν είχε διευθετηθεί το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων πριν από το 1897, η διάταξη για την επιβολή διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου δεν θα είχε συμπεριληφθεί σε μια συνθήκη ειρήνης.

Η διευθέτηση, που έγινε αποδεκτή χωρίς πολλές αντιρρήσεις στις 10 Μαρτίου 1898 από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στηριζόταν στη λογική ότι θα δίνονταν και νέα δάνεια στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, αλλά ταυτόχρονα και εγγυήσεις αποπληρωμής όλων των οφειλών της, και περιελάμβανε τα εξής:

1. Το δάνειο πολεμικών επανορθώσεων και το λεγόμενο «οικονομικό δάνειο».
2. Την υποθήκευση συγκεκριμένων φορολογικών προσόδων για την εξυπηρέτηση των δανείων.
3. Την αναδιάρθρωση του χρέους.

Οσον αφορά το πρώτο, αυτό δόθηκε για να αποχωρήσει η Τουρκία στα σύνορα του 1897, ενώ το «οικονομικό» χρησίμευε για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 1897, για τη μετατροπή του εις χρυσόν χρέους και για την καταβολή ποσών προς δικαιούχους ελληνικών ομολογιών.

Οσον αφορά το δεύτερο, η Εταιρεία Διαχείρισης των Μονοπωλίων (που είχε συγκροτηθεί το 1887) μετονομάστηκε σε Εταιρεία Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους. Με εξαιρετική λεπτομέρεια και με καθολικό έλεγχο των ξένων ομολογιούχων η εταιρεία ανέλαβε την είσπραξη προσόδων από πωλήσεις πετρελαίου, αλατιού, τσιγαρόχαρτου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, φωτιστικού οινοπνεύματος και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης της εποχής. Αποσπάστηκαν και προνόμια ελέγχων εφαρμογής των διατάξεων μέσω των ταινιών ασφαλείας που επικολλήθηκαν στα προϊόντα-φορείς έμμεσης φορολογίας, και που αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση χρηματικών ποσών (σε εβδομαδιαία βάση!) σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας υπέρ των ομολογιούχων.

Οσον αφορά το τρίτο, τα υφιστάμενα δάνεια συμπτύχθηκαν σε τρεις κατηγορίες και συνδέθηκαν με υποθήκες όπως ο φόρος καπνού, τέλη χαρτόσημου και με εισπράξεις τελωνείων. Και εδώ πρυτάνευε η προτεραιότητα εξόφλησης των δανείων έναντι της προικοδότησης του Δημοσίου με φορολογικά έσοδα.

Επιβολή δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών στο ελληνικό κράτος

Ως βάση υπολογισμού ελήφθησαν έσοδα και δαπάνες της περιόδου 1892-6. Σύμφωνα με αυτές, τα έσοδα ήταν περί τα 90 εκατ. και οι δαπάνες περί τα 63, ενώ το υπόλοιπο πήγαινε πριν από το 1893 στο δημόσιο χρέος. Ενώ οι δαπάνες προϋπολογίζονταν για το εγγύς μέλλον στα ίδια επίπεδα, στερώντας από το κράτος δυνατότητες παρέμβασης στην οικονομία (που άλλωστε κατά τα ισχύοντα τότε παγκοσμίως ήταν πολύ περιορισμένη), οι φορολογίες θα αύξαναν διαρκώς, με τη διαφορά να πηγαίνει υπέρ της εξόφλησης του χρέους. Για παράδειγμα, το 1903 προβλέπονταν έσοδα 100 εκατ. και δαπάνες του Δημοσίου 64 εκατ., δηλαδή περίπου το 40% των φορολογικών εσόδων κατευθύνονταν στη μείωση του χρέους και το υπόλοιπο στα ταμεία του κράτους. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι προβλέψεις της ΔΟΕ σχετικά με τα φορολογικά έσοδα αποδείχθηκαν ανακριβείς. Τα έσοδα ήταν από τις αρχές του 20ού αιώνα περισσότερα των προϋπολογιζομένων, προς μεγάλη χαρά του ΔΟΕ και της ελληνικής κυβέρνησης.

Σαν να μην έφτανε η απώλεια της δημοσιονομικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους, το ίδιο συνέβη και με τη νομισματική. Προκειμένου να αρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία, κάποτε στο μέλλον, η Ελλάδα δεσμεύτηκε με το άρθρο 30 της συμφωνίας να αποσύρει ετησίως τουλάχιστον 2 εκατ. δρχ. από την κυκλοφορία, έτσι ώστε να μειωθεί η ποσότητα του κυκλοφορούντος πληθωρικού χαρτονομίσματος από την τρικουπική εποχή και να καταστεί κάποτε εφικτή η μετατρεψιμότητα του νομίσματος (αυτό όπως θα δούμε παρακάτω συνέβη ντε φάκτο το 1909). Συνεπώς και η νομισματική πολιτική της χώρας γινόταν περιοριστική και οι δυνατότητες του Δημοσίου να παρεμβαίνει στην οικονομία περιορίζονταν στο ελάχιστο δυνατό».

Μιχάλης Ψαλιδόπουλος
Καθηγητής της Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών
Από την πτώχευση του 1893 στο Γουδί - Η φούσκα του δανεισμού, η καταστροφική ήττα του 1897, ο διεθνής οικονομικός έλεγχος και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Άρθρο 3/7/2011





Φωτoγραφίες Ανάρτησης
ekto1972


1 σχόλιο:

Κ.Κor. είπε...

Καταπληκτικές ιστορικές σελίδες, τόσο διδακτικές. Μόνο που τώρα η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως φάρσα αλλά ως μια ακόμη τραγωδία.