Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ενα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Οτι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.
Συλλογή " Μυθιστόρημα"
χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ενα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Οτι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.
Συλλογή " Μυθιστόρημα"
Έφυγε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 και η κηδεία του έγινε αφορμή για μια μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση. Την άλλη μέρα οι χαφιέδες της γειτονιάς κοιτούσαν με νόημα αλλά δεν μας ένοιαζε πια. Στο μυαλό μας ανάσεναν τα ατέλειωτα χρώματα μιας απαγορευμένης ποίησης και η δήλωση κατά της χούντας που είχε κάνει ο εθνικός ποιητής δυο χρόνια νωρίτερα.
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
3 σχόλια:
"Aνώνυμε" αντιστασιακέ δεν θυμάμαι να σε είχα δει εκεί. Μόνο στον Τζαμαλούκα ήξερες να κουνιέσαι.
Φίλε μου Ραπουνζέλ, προς αποκατάσταση της αληθείας έχω να σου πω τα παρακάτω:
Και σ' αυτή την κηδεία, αλλά και σε μία άλλη, προηγουμένη - αυτή του Γεωργίου Παπανδρέου - ήμουν παρών. Ήμουν κάτω.
Και στις δύο παρίστανα ότι περιμένω το λεωφορείο, στη στάση μπροστά από το Royal Olympic. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν τρομοκρατημένος.
Όχι από τους μπάτσους ή την εξουσία του κράτους γενικότερα αλλά από την εξουσία της μάνας μου.
Με είχε πείσει ότι αν μας σταμπάρουν οι μπάτσοι θα θεωρήσουν ότι είμαστε οικογένεια αναρχικών και θα απαγορεύσουν στον πατέρα μου να μπαίνει στο αεροδρόμιο που ήταν ειδική ζώνη, τότε. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έχανε τη δουλειά του και θα μέναμε στο ... ράφι. πεινασμένοι. Κι εγώ δεν ήθελα να πεινάω (το ξέρεις άλλωστε)
Έτσι λοιπόν, στη κηδεία του Παπανδρέου, που ήμουν και μικρότερος αλλά συνειδητός, μια και γνώριζα τον Γέρο και είχα και φωτογραφία μαζί του, το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να φωνάζω (ψελλίζω) ένα σύνθημα.
Όλοι φώναζαν "Είμαστε Λαμπράκηδες". Εμένα με είχε ορμηνέψει η μάνα μου ότι αυτό ήταν κακό. Ολέθριο.
Φώναζα λοιπόν τη δικιά μου εκδοχή: "Είμαστε Λαμπρόπουλοι" κι έλεγα στη μάνα μου ότι φώναζα κάτι άλλο, σχετικό με το τότε γνωστό πολυκατάστημα.
Άλλες εποχές φίλε μου.
Ιστορίες πολλές και απίστευτες.
Απλά τότε δεν υπήρχε επικοινωνία, δεν υπήρχαν κινητά - ούτε καν σταθερά - και οι συνεννοήσεις ήταν δύσκολες. Όλα ήταν δύσκολα.
Σήμερα είναι διαφορετικά. Γι αυτό και τα παιδιά μας είναι ... αλλού.
Για λίγα πράγματα έχουν να αγωνιστούν. Κάνουν κινητοποιήσεις και καταλήψεις για τον συναγωνιστή Πολυχρόνη που κάνει απεργία πείνας στις φυλακές επειδή τον μπουζουριάσανε στο ρεσάλτο γιατί είχε ένα μπιτόνι κιροζίνη στο χέρι. Την είχε για τη σόμπα, λέει!!!!
Βρισκόμουν σε ένα στενάκι πάροδο της Αναπαύσεως, περίπου στο σημείο που τραβήχτηκε και η φωτογραφία. Πολύ κοντά ήταν το σπίτι μιας θείας μου, ένα παλιό διώροφο, που σε περίπτωση ανάγκης θα χρησίμευε σαν καταφύγιο. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Στο πεζοδρόμιο, κάθε δυο μέτρα ήταν κι ένας χαφιές με πολιτικά. Κι όλα αυτά για μια κηδεία. Ὀταν ένα καθεστώς φοβάται τους νεκρούς ποιητές, είναι η αρχή του τέλους του.
Δημοσίευση σχολίου