του Κώστα Κορωναίου
(ΣΤ' Γυμνάσιο 1972)
Το Νοέμβριο του 1973 ήμουν ήδη δευτεροετής φοιτητής στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Η χρονιά είχε μόλις ξεκινήσει κι εκείνο που μπορούσε κανείς να διακρίνει σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ήταν η μεγαλύτερη κινητικότητα που παρουσίαζαν οι φοιτητικοί σύλλογοι, που έδειχναν σιγά – σιγά να ξεφεύγουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της εξουσίας και να ξεθαρρεύουν.
Από τις αρχές του 1973, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε ξεκινήσει μια διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, με αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων και μερική άρση της λογοκρισίας και υποσχόμενος την ψήφιση ενός νέου Συντάγματος και την διενέργεια εκλογών για επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση. Είχε δημιουργηθεί λοιπόν κλίμα κατάλληλο ώστε να ξεθαρρέψει λίγο ο κόσμος και ιδιαίτερο το φοιτητικό κίνημα, το οποίο είχε υποστεί άπειρες διώξεις. Η κατάληψη της Νομικής Σχολής στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Σόλωνος, το Φεβρουάριο του 1973 και ό,τι ακολούθησε (λύση της κατάληψης με χρήση αστυνομικής βίας), λειτούργησε σαν καταλύτης στις συνειδήσεις κυρίως της νεολαίας και προετοίμασε τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973.
Η Θεσσαλονίκη παρακολουθούσε στενά τα γεγονότα της Αθήνας και προσπαθούσε να βρει τρόπους να δώσει το «παρών» στις εξελίξεις εκείνης της χρονιάς. Με την έναρξη της φοιτητικής χρονιάς, τον Οκτώβρη του 1973, υπάρχει μια έντονη κινητικότητα στους συλλόγους, όπου αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ετοιμάζονταν για εκλογές. Το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, στις αρχές Νοέμβρη, μετατρέπεται σε αντιδικτατορικό συλλαλητήριο. Τα πνεύματα εξάπτονται. Το καθεστώς φόβου υποχωρεί σιγά – σιγά. Αρχίζουν κάποιες μικρές συγκεντρώσεις φοιτητών, κυρίως στην πλατεία του Χημείου, σε καθημερινή βάση και τις απογευματινές κυρίως ώρες, όπου συζητούνται έντονα οι εξελίξεις. Σχηματίζονται πηγαδάκια και γίνεται έντονη ζύμωση. Κυριαρχεί ο φόβος των Ιουδαίων. Μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 14 Νοέμβρη, αρχίζουν να φτάνουν πληροφορίες για τα γεγονότα της Αθήνας. Η ατμόσφαιρα φορτίζεται, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση κάποιων αστυνομικών δυνάμεων. Υπάρχει ανησυχία και φόβος για τις εξελίξεις…
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, αποφασίζω να επιστρέψω στην Αθήνα, έστω για το Σαββατοκύριακο. Βρίσκω εισιτήριο με ένα βραδινό δρομολόγιο των λεωφορείων του ΟΣΕ για Αθήνα. Η αναχώρηση ήταν για τις 11μμ. της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου. Στη διαδρομή κανείς δεν κοιμάται. Ανήσυχοι όλοι, προσπαθούν να ακούσουν καμιά είδηση στο ραδιόφωνο. Μιλάνε χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Κάποια στιγμή, μια φήμη κυκλοφορεί στο λεωφορείο, ότι υπάρχει επέμβαση του στρατού με τα τανκς. Νεκρική σιγή. Όλοι σκέφτονται τι θα αντιμετωπίσουμε φτάνοντας στην Αθήνα. Κατά τις 5 το πρωί, φτάσαμε στο Σταθμό Λαρίσης. Υπάρχει ελάχιστος κόσμος που μάλλον περίμενε τις πρωινές αναχωρήσεις των τραίνων και των λεωφορείων και λίγα ταξί. Επικρατεί ησυχία. Σκέφτηκα ότι σε λίγο θα ξεκινούσαν τα πρώτα δρομολόγια των αστικών συγκοινωνιών και ξεκίνησα να πάω μέχρι την οδό Λιοσίων, όπου έκανε στάση το «ΚΥΝΟΣΑΡΓΟΥΣ – ΤΡΕΙΣ ΓΕΦΥΡΕΣ». Δεν είχα απομακρυνθεί πολύ από το Σταθμό, όταν είδα κάποιους να έρχονται τρέχοντας προς το μέρος μου. Πλησιάζοντας, με είδαν και μου είπαν «φύγε, μην πας από κει, έχει μπάτσους και πιάνουνε κόσμο». Δεν πρόλαβα να ρωτήσω κάτι γιατί απομακρύνθηκαν τρέχοντας σχεδόν. Έκανα μεταβολή και γύρισα γρήγορα στο Σταθμό Λαρίσης.
Είχα ανησυχήσει πολύ. Τι να κάνω τώρα, πώς να πάω σπίτι; Μέτρησα τα λιγοστά χρήματα που είχα στην τσέπη. Μάλλον έφταναν για ταξί, οπότε το αποφάσισα. Θα πήγαινα με ταξί. Μπήκα σε ένα, είπα στον ταξιτζή τον προορισμό και ξεκινήσαμε. Εκείνος, αφού με ρώτησε πώς βρέθηκα εκεί πρωί – πρωί, με ενημέρωσε για τα γεγονότα της νύχτας. Είχε γίνει «χαμός». Μπήκε ο Στρατός στο Πολυτεχνείο κι από πίσω η αστυνομία κυνηγούσε όλη τη νύχτα να συλλάβει τους φοιτητές. Τρόμαξα. Έχει γούστο να με δούνε στο ταξί και να μας σταματήσουνε. Χώθηκα στο κάθισμα για να μην πολυφαίνομαι. Στο μεταξύ, ανεβαίναμε ήδη την Αγίου Κωνσταντίνου προς Ομόνοια (τότε ανέβαινε ακόμα, μονοδρομήθηκε πολλά χρόνια αργότερα). Σκοτάδι ακόμη, δεν είχε ξημερώσει. Η κίνηση ήταν πολύ αραιή. Μπαίνοντας στην πλατεία Ομονοίας, είδα προς την πλευρά της καθόδου από Πανεπιστημίου, ένα ή δύο οχήματα της Πυροσβεστικής να πλένουνε με τις μάνικες τον δρόμο. «Πω, πω, σκοτωμός έγινε» σχολίασε ο ταξιτζής. Δεν είχα το κουράγιο να πω τίποτα. Φοβόμουν μη πέσουμε σε κανένα μπλόκο της Αστυνομίας. Ευτυχώς, ανεβήκαμε την Σταδίου, χωρίς να δω ούτε έναν αστυφύλακα. Σύνταγμα, Φιλελλήνων, Αμαλίας, Συγγρού, Φραντζή. Ουφ, ανάσανα. Ευτυχώς, δεν είχαμε κανένα κακό συναπάντημα. Την ώρα που μπήκα στο σπίτι, είχε αρχίσει να σκάει το πρώτο φως της μέρας. Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 1973. Κατ’ ευθείαν στο ραδιόφωνο για τις ειδήσεις.
Αργότερα, βγήκα λιγάκι στη γειτονιά, να βρω τους φίλους και παλιούς συμμαθητές, να δω τι γίνεται. Συνάντησα διάφορους. Μια παρέα οικοδόμοι, έξω από το σπίτι, συζητούσαν κι έλεγαν πως δεν θα πήγαιναν για δουλειά εκείνη την ημέρα, αλλά θα κατέβαιναν στην Αθήνα. Το κλίμα ήταν βαρύ κι οι κουβέντες λιγοστές. Όλοι φοβόντουσαν για τα χειρότερα και κυρίως τη σκλήρυνση της στάσης του καθεστώτος, με νέες συλλήψεις, έκτακτα στρατοδικεία, εκτελέσεις, εξορίες. Κατηφόρισα σιγά – σιγά τη Φραντζή προς τη Συγγρού. Φτάνοντας στην Καλλιρρόης, επικρατούσε ησυχία. Διασχίζω κάθετα και βγαίνω στη γωνία του Φιξ, στη Λεωφ. Συγγρού. Απέναντι ακριβώς, στο ρεύμα καθόδου, μπροστά στα Γραφεία της Ολυμπιακής, ίσως λίγο πιο πάνω, είναι σταματημένο ένα ΡΕΟ του στρατού. 3-4 μπάτσοι, κρατάνε κάποιους από τα χέρια και τραβολογώντας, τους ανεβάζουν στο ΡΕΟ. Γίνονται ακόμα συλλήψεις, σκέφτομαι. Κρύβομαι στη γωνία, παρακολουθώντας. Ανέβασαν και τον τελευταίο, αλλά το ΡΕΟ δεν έφυγε. Έκανα μεταβολή και απομακρύνθηκα γρήγορα. Γύρισα σπίτι.
Κατά τις 11 η ώρα, μαζευτήκαμε κάμποσοι γνωστοί και φίλοι στη γειτονιά, στη Λασσάνη. Ανεβήκαμε την Αγκύλης μέχρι την διασταύρωση με την Πυθέου, εκεί, στην παιδική χαρά απ’ έξω. Συναντήσαμε κι άλλους. Τα είπαμε για λίγο και κάποιοι από μας, 4-5 άτομα, αποφασίσαμε να περπατήσουμε προς το κέντρο, να δούμε τι γίνεται. Κατεβήκαμε την Πυθέου προς το Γυμνάσιο. Βγήκαμε στην πλατεία της Λεύκας. Δεν είδαμε κάτι. Προχωρήσαμε διστακτικά, να βγούμε στην Καλλιρρόης με σκοπό να πάμε στο Ζάππειο. Δεν είχαμε κάνει, παρά μερικά βήματα μόνο, όταν ακούσαμε από πολύ κοντά την ριπή ενός αυτόματου όπλου. Ασυναίσθητα σκύψαμε. Και παγώσαμε. Συνειδητοποιήσαμε ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι νομίζαμε. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και χωρίς δεύτερη κουβέντα, κάναμε μεταβολή και γυρίσαμε σπίτια μας. Δεν ήταν καιρός για βόλτες στο κέντρο.
Τις επόμενες μέρες έμεινα στην Αθήνα. Μετά από μια βδομάδα, ο «αόρατος» δικτάτορας Δημ. Ιωαννίδης, από τους σκληροπυρηνικούς του καθεστώτος, ανατρέπει τον Παπαδόπουλο, αναλαμβάνει την εξουσία και τοποθετεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας τον Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου ο «πανηγυρισμός» ενός γείτονα, Μανιάτη την καταγωγή, να λέει πως «τώρα τα πράγματα θα πάνε καλά. Αυτός (ο Γκιζίκης δηλαδή) είναι πατριώτης. Αγαπάει την Ελλάδα».
Κώστας Κορωναίος