(ΣΤ' Γυμνάσιο 1972)
Σε έβλεπα από το μπαλκόνι να περιμένεις στη στάση του λεωφορείου μαζί με άλλα κορίτσια του Δωδέκατου. Ήσασταν πρωινές. Εμείς δεν είχαμε ακόμη ξεκινήσει, ενώ εσείς είχατε ήδη πάρει το δρόμο για το σπίτι. Με το άσπρο γιακαδάκι και τη μπλε ποδιά σου ξεχώριζες αμέσως από τις υπόλοιπες γιατί ήσουν λεπτή, αρχοντική, με μακριά καστανά μαλλιά που τα έπιανες πίσω κότσο. Φορούσες ελβιέλες με άσπρα σοσόνια κι έσφιγγες στη μέση τη ζώνη της ποδιάς, τονίζοντας ακόμα πιο πολύ το καλλίγραμμο νεανικό σου σώμα. Σε παρατηρούσα από μακριά μέχρι που ερχόταν το λεωφορείο της Ηλιούπολης και σε άρπαζε από τα μάτια μου. Καμιά φορά το κουδούνι το δικό μας χτύπαγε πιο γρήγορα από τον ερχομό του δικού σας λεωφορείου, αλλά εγώ δεν έφευγα. Με κίνδυνο να με δεις κι εσύ να σε παρατηρώ, καθόμουν εκεί μόνος, μέχρι να φύγεις. Το πολύ-πολύ να έπαιρνα απουσία την πρώτη ώρα. Θα είχα όμως χορτάσει να σε βλέπω και θα μπορούσα έτσι να κρατάω για ώρες την εικόνα σου.
Όταν άρχιζαν οι ψύχρες, φορούσες ένα κόκκινο ζακετάκι και σήκωνες λίγο τα μανίκια. Αυτή η αντίθεση του κόκκινου πάνω από τη μπλε ποδιά, ήταν ένα ήλιος χαράς. Τα σηκωμένα μανίκια άφηναν να φανούν οι λεπτές γραμμές των καρπών σου καθώς κράταγες τα βιβλία δεμένα με ένα φαρδύ λάστιχο, όπως είχε γίνει της μόδας αντικαθιστώντας την τσάντα. Είχες λεπτά μακριά δάχτυλα. Το ένα μια μέρα ήταν μουτζουρωμένο από μελάνη. Φαινόταν από μακριά όταν σε προσπέρασα στο δρόμο. Ήσουν ένας πανέμορφος θηλυκός Κύκνος. Πρέπει να ήσουν έξυπνη μαθήτρια. Ήμουν σίγουρος γι αυτό. Δεν λέω καλή, λέω έξυπνη. Το αισθανόμουν στο βλέμμα σου. Αυτό που με κοίταξε στο πεζοδρόμιο του ψιλικατζίδικου απέναντι από το σχολείο, καθώς διέσχιζες τη Ζεύξιδος. Έπρεπε να βρω τρόπο να σου μιλήσω, αλλά πώς; Με ποια δικαιολογία; Tα δευτερόλεπτα περνούσαν κι εσύ απομακρυνόσουν προς τη στάση, ανάμεσα από δεκάδες άλλα κορίτσια που σε ακολουθούσαν στην ίδια κατεύθυνση.
- Ποια κοιτάς; ακούω μια φωνή δίπλα μου. Γυρίζω και βλέπω να μου χαμογελάει πονηρά η ξαδερφούλα μου η Ελίνα. Μαθήτρια κι αυτή του Δωδέκατου, δυο χρόνια πιο μικρή. Κάναμε πολύ παρέα πιτσιρίκια, όταν έμεναν Πυθέου. Τώρα κάπως χαθήκαμε.
- Καμία! Περιμένω να φύγετε, να μπούμε μέσα.
- Τη Μάγδα, ε;
- Mάγδα τη λένε;
- Nαι.
- Την ξέρεις;
- Πολύ καλά. Όχι μόνο είμαστε συμμαθήτριες αλλά μένουμε και στην ίδια γειτονιά στην Ηλιούπολη. Το Σάββατο θα κάνει πάρτι, θα με συνοδεύσεις;
Ααααλληλούουιααα! Ααααλληλούουιααα! Αλληλούια! Αλληλούια! Αλληλούια! Αλληλούλιααα. Μόνο που δεν άρχισα να τραγουδάω την πρώτη στροφή από τον Μεσσία του Handel εκεί μες τη μέση της Ζεύξιδος. Ακόμα θα με έγραφαν οι εφημερίδες! Ξαδερφούλα σ’ αγαπώ!
- Το Σάββατο θα είμαι σπίτι σου νωρίς, της λέω καθώς περπατήσαμε λίγα μέτρα προς τη στάση.
- Ωραία, θα σου βάλω να ακούσεις και το νέο album των Who.
- Καλό;
- Aχτύπητο! Το λεωφορείο μου, φεύγω…
Μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και τρέχει να προλάβει το λεωφορείο της Ηλιούπολης που φρενάριζε εκείνη τη στιγμή, με το χαρακτηριστικό ήχο που έκαναν τα φρένα των λεωφορείων της εποχής. Ίσως τον κάνουν και τα σημερινά. Πώς να τους ξεχωρίσεις όμως τώρα αυτούς τους ήχους μέσα στην οχλαγωγία των θορύβων της «Μητρόπολης» που έγινε η Αθήνα.
Τώρα που το σκέπτομαι ο Νέος Κόσμος είχε καταπληκτικούς ήχους. Δεν ήταν μόνο τα «μπλε περιστέρια» του Δωδέκατου που γουργούριζαν όταν σκόλαγαν. Οι φωνές των παιδιών στα προαύλια των σχολείων, ενώνονταν με τις φωνές των παιδιών στις παιδικές χαρές, που κι αυτές ενώνονταν με τις φωνές των παιδιών στις λίγες αλάνες που κράταγαν ακόμη αντίσταση στην αντιπαροχή. Στο σχολείο μας, θυμηθείτε τον ήχο της μπάλας του μπάσκετ στο υπόστεγο, του μικροφωνισμού στο Προαύλιο όταν ξεκίναγε να μιλήσει ο «Κουλός», τις πόρτες που έκλειναν στο διάδρομο η μια μετά την άλλη και το γκουπ που έκανε το μπαστούνι του Χρυσοχέρη στην έδρα, όσοι τον προλάβατε. Θυμηθείτε το κουδούνι του Μήτσου. Τι κατάρα στην αρχή της ώρας, τι ευλογία στο τέλος, τι μελωδία στο σχόλασμα! Και λίγο πιο πέρα από το σχολείο. Κάθε Δευτέρα στην Ευδόξου που είχε λαϊκή με τα δεκάδες κριτς-κριτς που έκαναν τα καροτσάκια των γυναικών που ψώνιζαν και κάθε Σάββατο στο Δουργούτι, οι φωνές των μανάβηδων έδιναν και έπαιρναν. Ακόμα το κάνουν. Τότε όμως έδιναν τη σκυτάλη και στις άλλες ημέρες, στους γανωτήδες με τη φορητή φουφού, στους παπλωματάδες, στους καρεκλάδες με εκείνα τα απίθανου μήκους καλάμια, στους «κιλίμια-χαλιά» και άλλα συναφή επαγγέλματα των οποίων οι υπηρεσίες γινόντουσαν γνωστές στις νοικοκυρές δια του ήχου. Οι σημερινοί παλιατζήδες, είναι ίσως οι μόνοι που έχουν απομείνει από τότε. Eίναι όμως πλαστικοί. Με κασέτα.
Θυμηθείτε τα μικρά γκαπ-γκαπ-γκαπ των τσαγκάρηδων και το ζιζιζι της μανταρίστρας στα ψιλικατζίδικα. Τους περιφερόμενους μανάβηδες με τη σούστα και τη μπαλάντσα αλλά και τους αθίγγανους με το ντέφι και τη μαϊμού που «ξάπλωνε σαν τη Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ». Και κάτι τέτοιες μέρες, τους επαγγελματίες με τα κλαρίνα που έσταζαν την υγρασία της ανάσας τους παίζοντας τα κάλαντα και φυσικά τα τριγωνάκια τα δικά μας. Τα αυτοσχέδια πατίνια, όρθια ή «σταυρός» και ο ήχος που έκαναν τα ρουλεμάν στα πεζοδρόμια. Μη ξεχάσουμε τους παγοπώληδες που τροφοδοτούσαν όλα τα ψυγεία πάγου της Αθήνας από το «δικό μας» εργοστάσιο του Φιξ. Το μυστικό της καλής μπύρας είναι το νερό. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης του εργοστασίου. Κατά μια έννοια εμείς δροσίζαμε την Αθήνα. Με δικό μας νερό γινόταν και η μπύρα και ο πάγος. Κι ο Νέος Κόσμος είχε/έχει πολύ νερό. Ιδιαίτερα στο λόφο Κυνοσάργους και στις γειτονιές κοντά στη Φραντζή και τον σκεπασμένο Ιλισό. Για μέρες χυνόταν με αντλίες στο δρόμο καθαρό-καθαρό το νεράκι κάθε φορά που έσκαβαν τα θεμέλια για κάποιο καινούργιο τσιμεντένιο θηρίο. Οι ήχοι του Νέου Κόσμου!
Σε αυτούς όλους να προσθέσουμε και το κινητό μαγαζάκι του τυροπιτά ή του «κουλούρι-τυρί» που περνούσε έξω από το σχολείο. Τα βράδια συνέχιζε ο γαλατάς. Στη δική μας γειτονιά ο κυρ Θύμιος είχε μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα με καλάθι στο πλάι. Έκανε απίθανο θόρυβο όταν την έβαζε μπροστά πατώντας 5-6 φορές το πεντάλ-μίζα. Με ενθουσίαζε η λεπτομέρεια με τον αριθμό κυκλοφορίας στο μπροστινό φτερό, σαν χαίτη αλόγου. Τις καθημερινές έβαζε στο πλαϊνό καλάθι της μοτοσικλέτας το μεγάλο γκρι μεταλλικό δοχείο με το στενό στόμιο, γεμάτο γάλα και τις Κυριακές τη σύζυγό του για την καθιερωμένη βόλτα. Ήταν μια παχουλούτσικη κυρία, η κυρία Ασπασούλα, που καμάρωνε στη βόλτα φορώντας τα «καλά της». Απαραίτητο αξεσουάρ ένα ψάθινο καπέλο που έδενε με λάστιχο κάτω από το σαγόνι της για να μην της το πάρει ο αέρας. Χαρακτηριστικό της όμως ήταν το μεγάλο στήθος που σε συνδυασμό με τον λεπτεπίλεπτο σύζυγό της, είχα την εντύπωση ότι έβλεπα συνέχεια τη Χοντρή του Θησαυρού με το Ζαχαρία. Όταν έκανα τη σκέψη που κάνετε κι εσείς τώρα, δεν θέλησα να ξαναπιώ γάλα χύμα.
Άλλος γαλατάς είχε ποδήλατο και δυο δοχεία δεξιά-αριστερά, το ίδιο μεταλλικά σαν του προηγούμενου, αλλά μικρότερο μέγεθος. Φαντάζομαι το γάλα που μοίραζε το έβγαζε πότε από το ένα και πότε από το άλλο δοχείο, για να μη χαλάει η ισορροπία του ποδηλάτου. Πάντα θαύμαζα αυτά τα ποδήλατα. Ήταν χοντρά, επαγγελματικά με μεταλλικά φρένα και μεγάλα φανάρια (δείτε το Χατζηχρήστο στην αρχή της ταινίας «της Κακομοίρας» η οποία παρεμπιπτόντως είχε γυριστεί στο γειτονικό μας Άγιο Αρτέμη). Μια νυχτερινή παραλλαγή, το alter ego του γαλατά, ήταν ο γιαουρτάς. Ο δικός μας δεν έλεγε «γιαουρτάς» αλλά διαφήμιζε απευθείας το προϊόν φωνάζοντας «Πρόβιο!» κι εμείς ξέραμε. Τους κεσέδες τους μάζευε σε δεύτερο γύρο, αθόρυβα.
Ένας αγαπημένος για τα παιδιά ήχος τα καλοκαίρια, ήταν του παγωτατζή του οποίου το προϊόν διαφημιζόταν από το καταπληκτικό ντριν-ντριν του κουδουνιού του τρίκυκλου ποδηλάτου-ψυγείου του. Του σουβλατζή όχι και τόσο. Και λόγω πανάκριβου εδέσματος για τις οικονομικές μας δυνατότητες αλλά και λόγω της βρώμας που είχε βγει ότι ήταν όλοι τους «βρωμιάρηδες και έβαζαν και κρέας σκύλου». Πράγματι ένα διάστημα είχαν χαθεί όλα τα πέριξ του Νέου Κόσμου αδέσποτα, από Πλατεία ΙΚΑ έως Γαργαρέττα, αλλά φαντάζομαι όχι λόγω των συμπαθών σουβλατζήδων, άλλα κάποιας «σκούπας» του μπόγια.
Μιλώντας για καλοκαίρια, όταν περπατούσαμε απέξω από θερινό σινεμά, τη σιγαλιά της νύχτας διέκοπτε ο ήχος της ταινίας που η ανταύγειά της φώτιζε γκρι την απέναντι πολυκατοικία. Καμιά φορά πιτσιρικάδες, στήναμε αυτί για αρκετή ώρα. Έβαζαν και ωραία μουσική στο διάλειμμα. Speedy Gonzales και τέτοια. Κατά τις 11μμ, μετά το διάλειμμα «για να πιείτε Ταμτάμ», ο μηχανικός προβολής κατέβαζε την ένταση ακολουθώντας τις οδηγίες της αστυνομικής διάταξης, προς απογοήτευση των θεατών που παραπονιόντουσαν «δεν ακούμε» ή και των τζαμπαζήδων θεατών από τα διπλανά μπαλκόνια. Τα καλοκαιρινά σινεμά. Με τον ήχο που έκαναν τα παπούτσια μας στο γαρμπίλι ή τον ήχο που έκανε το καλαμάκι στο μπουκάλι στο τέλος της πορτοκαλάδας ή τον ήχο που έκανε το γαρμπίλι που έβαζε ένα πιτσιρίκι στο άδειο μπουκάλι της πορτοκαλάδας, καθισμένο μπροστά-μπροστά και παντελώς αδιάφορο για την ταινία. Τα τσακ-τσουκ του πασατέμπου σε μια Αθήνα που δεν άδειαζε τον Αύγουστο γιατί την κατοικούσαν Αθηναίοι που δεν είχαν πού να πάνε και πήγαιναν για μπάνιο στο Φλοίσβο, στο Μπάτη, στο εξωτικό Καβούρι. Όχι στο Νέο Φάληρο, ήταν και τότε βρώμικα!
Τα παπούτσια μας έκαναν κι έναν άλλο ήχο στο πλαϊνό μικρό όρθιο τετράγωνο σιδεράκι με τα δυο ποδαράκια, στις εισόδους των μονοκατοικιών, που δεν θυμάμαι τώρα πως το λένε και που το είχαν εκεί για να βγάζουμε τις λάσπες το χειμώνα. Πήγαινε ασορτί με το ρόπτρο της εξώπορτας που ήταν συνήθως ένα μεταλλικό λεπτό γυναικείο χέρι που κρεμόταν προς τα κάτω. Τι ήχος κι αυτός! Κάπως σε αιφνιδίαζε με τη βαρβαρότητά του. Περίμενες έναν πιο λεπτό ήχο από τέτοιο χέρι, που έμοιαζε σαν το και χέρι του κύκνου μου.
Ας προσθέσουμε στους ήχους του Νέου Κόσμου τις φωνές στο γήπεδο του Φοίβαρου τις Κυριακές, αλλά ακόμα πιο πολύ τις απίστευτες φωνές των θεατών τις βραδιές που έπαιζε ο Πρωτέας μπάσκετ, στην Παιδική Χαρά, γωνία Πυθέου και Αγκύλης. Γινόταν ένας χαμός. Καθόμασταν όρθιοι και βλέπαμε το ματς και από τον αγωνιστικό χώρο μας χώριζε ένα σκοινί που έβαζαν γύρω-γύρω για να μην μπούμε μέσα. Τα πιτσιρίκια που δεν έβλεπαν καθόντουσαν μπροστά κάτω, σχεδόν πάνω στις γραμμές του γηπέδου. Το πρωί παίζαμε εμείς τρεις-τρεις με τις σάκες στίβα κάτω στη βάση της μπασκέτας, το βράδυ ο ομάδα. Είχε και πίνακα με το σκορ στο σπιτάκι του επιστάτη, πίσω από τη γραμματεία του αγώνα. Κάποιος άλλαζε κάτι μικρές ξύλινες πινακίδες με το χέρι κι έπεφτε σφύριγμα όταν έκανε κάποιο λάθος. Η απορία μου ήταν τι θα γινόταν άμα το σκορ ξέφευγε πάνω από 100 πόντους. Τα καρτελάκια δεν το πρόβλεπαν. Έφταναν μέχρι το 99. Σαν το millennium bug που αντιμετώπισα ως πληροφορικάνος χρόνια αργότερα. Ποιος Γκάλης, ποιος Γιαννάκης και ποιος Διαμαντίδης; Αν δεν έχεις δει live Βασίλη Γιαβρούτα και Αντώνη Μάνο, δεν ξέρεις τι είναι μπάσκετ! Ποια Α1 και ποιο ΝΒΑ; Aν δεν πρόλαβες να δεις Αμύντα με τους Ρηγάδες, Εθνικό Αθηνών με Παρασκευά, Τρίτωνα, Νήαρ Ηστ, ΑΟ Ζωγράφου με Μπρούστα, Πορφύρα, Φιλοθέη, Εστία Φιλίας με Λαδά, δεν έχεις δει ντέρμπι.
Ξεφύγαμε όμως και ξεχάσαμε τους ήχους του Νέου Κόσμου. Τα μεσημέρια όταν έπαιζε το ραδιόφωνο «Μικρή-πικρή μου Αγάπη» (στις 12μμ στο Δεύτερο, με τη Νίκη Τριανταφυλλίδη) και «Σπίτι των Ανέμων» (στις μία στον Ενόπλων, με Βύρωνα Πάλλη στο ρόλο του Ορέστη Λαμπίρη) ακουγόταν σαν συμφωνική συναυλία από όλα τα σπίτια ταυτόχρονα. Πρέπει να προσθέσουμε και τους ήχους των εκκλησιών που δεν διαφέρουν από τους σημερινούς αλλά σίγουρα τότε είχαν άλλη αίγλη. Εκείνο το «αι γενεαί πάσαι» της χαρμολύπης, ακουγόταν στα στενά γύρω από την Παναγίτσα κι έσκυβαν τα ζουμπούλια από τα μπαλκόνια να προσκυνήσουν πάνω από τα κεφάλια των κοριτσιών του Δωδέκατου που έψελναν. Ανατρίχιαζε η Εκαταίου, η Μύσωνος, η Ροϊκου. Μέχρι και η Φωτομάρα με τη Θαρύπου.
Μετά άλλαξαν κάπως οι εποχές. Γέμισε η περιοχή συνεργεία και τον ήχο που κάνει ο δίσκος στη λαμαρίνα. Άρχισαν να ακούγονται στη διαπασών οι τηλεοράσεις τα βράδια μετά τις 7μμ που άρχιζε το πρόγραμμα του Διαύλου 5 και 11. Στις πρώτες πολυκατοικίες επειδή η περιοχή είχε τότε ακόμη ησυχία τη νύχτα, ακουγόντουσαν οι συζητήσεις στα μπαλκόνια ή τα πιρούνια στα πιάτα. Τέλος, πολύ συχνά, σχεδόν κάθε Σαββατόβραδο, ακούγονταν γλέντια από ονομαστικές γιορτές ή πάρτι νεανικά με σέικ και βερμούτ και ξηρούς καρπούς και ραδιόφωνο. Πολύ ραδιόφωνο. Mε τα ξένα hits του Πετρίδη ή τo ηχητικό σήμα της Columbia. Με Μικέ στο «Ημερολόγιο ενός Θυρωρού» (Γιάννης Βογιατζής «σας χαιρέτησα, δεν σας χαιρέτησα», Παντελής Ζερβός, Σαπφώ Νοταρά) στις 6 το απόγευμα κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, έτσι για συμπαράσταση στο Σαββατοκύριακο που τότε ξεκίναγε μόλις το Σαββάτο το απόγευμα γιατί το Σάββατο ήταν μια κανονική εργάσιμη μέρα και είχαμε και σχολείο! Ή το «Βρέστο και πάρτο» κάθε Τρίτη βράδυ -ή μήπως ήταν Τετάρτη ή Πέμπτη; αρχίζω να ξεχνάω - με έπαθλο στην αρχή ένα τρανζιστοράκι μπαταρίας από το Ράδιο-Αθήναι, μετά ένα επιτραπέζιο ραδιόφωνο Philips (sic), μετά αν ο παίκτης απάνταγε όλες τις ερωτήσεις, έφτανε στα μυθικά για την εποχή ηλ. πλυντήριο, ηλ. κουζίνα και ηλ. ψυγείο. Με Συνεργάτη Χωρίς Όνομα και αστυνομικές ιστορίες του Ν.Φώσκολου κάθε Τετάρτη στις 10μμ και γαργαλιστές δήθεν διαφημίσεις («τι πόδι! Φορά κάλτσες Berkshire»), με «Νέα Ταλέντα» τις Κυριακές στις 12μμ, με το φαγητό να ψήνεται εκείνη τη στιγμή σε ταψί στο φούρνο και Ρένα Ντορ και Μηλιάδη και Χριστόφορο Νέζερ και το «Θέατρο» του Αχιλλέα Μαμάκη και φυσικά το Θέατρο της Κυριακής ή της Τετάρτης, με Ξενόπουλο και Κοντέσα Βαλέραινα ή ότι άλλο θεωρούσε ακίνδυνο το καθεστώς. Με «Φωνή της Αλήθειας» σιγανά-σιγανά και το χαφιέ που πέρασε απέξω από το σπίτι «τυχαία». Με πολλά λαϊκά, όλες τις ώρες. Περπινιάδης, Ρία Κούρτη, Σπύρος και Ζωή Ζαγοραίου, Λένα Ντάϊνα στη Βάρη κι ο θεός ο Γαβαλάς. Η Μπέλου απαγορευόταν από ραδιοφώνου, μαζί με τους γνωστούς, να μην τα λέμε τώρα. Με τα τζουκ μποξ ακόμα και στα σουβλατζίδικα. Με γιεγιέδες και μεγάλες φαβορίτες. Με το διπλανό κομμωτριάκι να έχει ανοικτή την πόρτα και να τραγουδά το σουξέ της εποχής, κόβοντας τα μαλλιά της κυρά Ασπασούλας, της χοντρής του γαλατά και τον σοβατζή να αφήνει το δικό του κλαψοτράγουδο από το γιαπί απέναντι και να στήνει αυτί ανάβοντας τσιγάρο.
Την άλλη μέρα την ξαναείδα! Έβρεχε και κρατούσε μια πρασινωπή ομπρέλα που της έφεραν από τη Ρόδο που ήταν πιο φτηνές. Έτσι είπε στη φίλη της που είχε αγκαζέ από κάτω, καθώς περνούσαν πλάι μου. Κόντεψα να πουντιάσω περιμένοντας αλλά άξιζε τον κόπο να ακούσω τον ήχο της βροχής που έπεφτε στην καινούργια ομπρέλα της. Με ενδιέφεραν τα πάντα για αυτήν. Ο ευαίσθητος λεπτός καρπός του Κύκνου, κρατούσε ακόμη και μια απλή ομπρέλα με αρμονική αρχοντιά. Αυτή τη φορά δεν με πρόσεξε γιατί κοίταζε χάμω που είχε γεμίσει ο δρόμος νερά. Φορούσε δερμάτινα ανοικτά καφέ παπούτσια. Θαρρώ ότι περπάταγε στις μύτες. Μα ήταν υπέροχη! Δεν ήταν;
See Me
Me Feel Me
Touch Me
Heal Me
Listening to you, I get the music
Gazing at you, I get the heat
Following you, I climb the mountain
I get excitement at your feet
Right behind you, I see the millions
On you, I see the glory
From you, I get opinion
From you, I get the story
- Ξαδελφούλη δεν είναι αχτύπητο;
- Καλό είναι, τελείωνε!
- Καλέ πώς κάνεις έτσι; Δεν έχουμε να πάμε και πολύ μακριά. Απέναντι είναι το σπίτι.
- Το ξέρω αλλά είμαι εδώ από τις 5 και η ώρα πάει 8 κι όλη αυτήν την ώρα ετοιμάζεσαι.
- Ποιος σού είπε να έρθεις τόσο νωρίς; Seeeee Me, Feeeeel Me, Touch Me, Heal Me
Ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε περίπτωση συνεννόησης. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να την περιμένω. Μέσα μου με έτρωγε η αγωνία της μεγάλης συνάντησης με τον Κύκνο μου. Πήγα κοντά στο θείο μου που Σαββάτο βράδυ έγραφε Προπό στο τραπέζι της κουζίνας. Με βλέπει και με ρωτάει με το γνωστό περιπαιχτικό του ύφος:
- Έχετε καλή ομάδα βρε;
- Γιατί πού παίζουμε;
- Στον Ταύρο.
- Δυο γκολ ο Δέδες κι άλλα δυο ο Ιντζόγλου!
- Κατάλαβα. Στάνταρ άσος ο Φωστήρας αύριο.
- Θείο έχουμε ομαδάρα…
- Μια είναι η ομάδα αγόρι μου, ο Απόλλων!
Ο συγχωρεμένος ο θείος Πάνος. Παλιός Πετραλωνίτης και φανατικός Απολλωνιστής από την εποχή που ο Απόλλων Αθηνών είχε έδρα του Ρουφ. Ακόμη και με τη Ρεάλ στο Μπερναμπέου να έπαιζε, ο θείος θα το είχε ξερό 2. Μια φορά έχασε το 13άρι λόγω του Απόλλωνα που δεν έφερε διπλό μέσα στο Καραϊσκάκη. Δεν ξέρω αν στεναχωρήθηκε πιο πολύ που έχασε τα λεφτά ή που έχασε ο Απόλλωνας.
- Να ΄μαι κι εγώωω, λέει χαρούμενα η ξαδέλφη μου μπαίνοντας.
- Επιτέλους! της απαντάω.
- Τι επιτέλους; Mια χαρά παρεούλα έκανες με το θείο σου.
- Θα είναι κι αυτός εκεί; την διακόπτει απότομα εκείνος.
- Εννοείς ο Βλάσσης; Όχι καλέ μπαμπά, πώς σου ήρθε τώρα αυτό;
Γυρνάει ο θείος προς εμένα και μου λέει αυστηρά:
- Αν αρχίσει να χαριεντίζεται και να χορεύει με αυτόν τον ελεεινό κρεμανταλά, να την πάρεις να φύγετε!
- Ναι θείε, απαντάω εγώ. Αλλά γιατί;
- Δεν θέλω να τον βλέπω. Παίζει κι αυτά τα κλαπατσίμπαλα που έχουν οι αλήτες.
- Ντραμς, λέγονται μπαμπά, πετάγεται η μικρή. Και δεν είναι αλήτης, πρωτοετής φοιτητής είναι ο άνθρωπος.
Την πήρα και φύγαμε πριν εκραγεί ο συντηρητικός θείος μου. Ο μικροκαβγάς με έκανε να ξεχάσω τη δική μου αγωνία για τη πρώτη μου γνωριμία από κοντά με τη γυναίκα που θαύμαζα τόσο πολύ από το μπαλκονάκι του σχολείου. Η απόσταση των λίγων μέτρων που χώριζαν τα δυο σπίτια μου φάνηκε ακριβώς αυτό που ήταν. Πολύ μικρή δηλαδή για να προλάβω να πάρω μερικές βαθιές ανάσες θάρρους. Το σπίτι ένα μοντέρνο διώροφο ήταν όλο φωτισμένο. Στο κουδούνι έγραφε το επάγγελμα του μπαμπά. Δικηγόρος, συμβολαιογράφος κάτι τέτοιο. Στο ισόγειο ακουγόταν δυνατά μουσική από πικάπ. Σε λίγο θα ήμουν δίπλα στην γυναίκα των ονείρων μου!
See Me
Me Feel Me
Touch Me
Heal Me
Δεν χρειάστηκε να χτυπήσουμε κουδούνι. Όλες οι πόρτες ήταν μισάνοικτες γιατί έτσι κι αλλιώς το κουδούνι δεν θα το άκουγε κανείς. Προχωρήσαμε στο σαλόνι. Ήταν ένας άνετος χώρος με τραβηγμένα τα έπιπλα προς τους τοίχους, διαμορφώνοντας έτσι το χώρο για χορό. Στο βάθος υπήρχε ένα τραπέζι με εδέσματα και διάφορα μπουκάλια με ποτά κυρίως κόκκινο και άσπρο βερμούτ. Eίχε έρθει ήδη κόσμος. Νεολαία με «καμπάνες» και «πυτζάμες». Αριστερά μια κοπελίτσα κοίταζε τα εξώφυλλα των δίσκων και έβαζε πότε τον ένα και πότε τον άλλο στο πικάπ-έπιπλο. Σχεδόν αμέσως ήρθε κοντά μας μια πανέμορφη κοπέλα και φίλησε σταυρωτά τη ξαδέλφη μου. Μετά γύρισαν και οι δυο προς το μέρος μου και…
- Σωτήρη, να σου συστήσω τη Μάγδα. Μάγδα, ο ξάδελφός μου που σου είπα.
- Χαίρω πολύ, είπε εκείνη με ένα υπέροχο χαμόγελο.
- Κι κι κι κι εγώ, απάντησα, αποσβολωμένος.
Αμέσως κάποιος της φώναξε και πήγε προς το μέρος του, λέγοντας σε εμάς ένα «συγγνώμη, δυο λεπτά».
- Παιδάκι μου τι έπαθες; με ρώτησε η Ελίνα.
- Η Μάγδα, λέω.
- Ε ναι, η Μάγδα. Τι η Μάγδα;
- Δεν είναι αυτή! απαντάω εγώ.
- Τι εννοείς δεν είναι αυτή; Σκέψου να πιεις σε λίγο και κανά βερμούτ…
- Δεν είναι αυτή που νόμιζα ότι κατάλαβες ότι εννοούσα έξω από το σχολείο.
- Δεν είναι αυτή; Και ποια είναι τότε αυτή που εννοούσες;
- Δεν ξέρω ρε Ελινάκι. Φαίνεται μπερδευτήκαμε από τις πολλές κοπέλες που πλάκωσαν εκείνη την ώρα. Φοράτε και όλες τις ίδιες ποδιές ρε γαμώτο και…
Με τη Μάγδα γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Χορέψαμε όλη νύχτα εκείνο το βράδυ, ιδιαίτερα τα μπλουζ που τόσο περιμέναμε όλοι για να αγκαλιαστούμε με τις κοπέλες και μετά κάναμε αρκετή παρέα για καιρό. Είχε πάντα καλή διάθεση κι ένα υπέροχο χαμόγελο που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Πηγαίναμε κοντινές εκδρομές στη Κηφισιά με τον Ηλεκτρικό ή για μπάνιο στη Βουλιαγμένη. Είχε και μια τάση προστασίας που με ενθουσίαζε όταν μου έφτιαχνε τα μαλλιά με τα δάχτυλά της ή το γιακά στο πουκάμισο. Μετά πέρασε ο καιρός, τελείωσα εγώ το Γυμνάσιο κι έφυγα για πρώτη φορά από την Ελλάδα. Τα κορίτσια είχαν δυο ακόμη χρόνια μέχρι να τελειώσουν. Χαθήκαμε πια εντελώς. Ήρθε η μεταπολίτευση αλλά για μερικούς από εμάς η ευκαιρία ενός ταξιδιού επιστροφής άργησε ακόμη πιο πολύ, γιατί στο μεταξύ είχαμε ξεκινήσει μεταπτυχιακά, μετά καριέρες, μετά… Τη ξαδέλφη μου φυσικά την είδα πολλές φορές. Τη Μάγδα καμία. Παντρεύτηκε πολύ νωρίς, έκανε παιδιά, μετά χώρισε κι έφυγε για το εξωτερικό. Σήμερα ζει νομίζω στην Αυστρία, με το δεύτερο σύζυγό της.
Τέλος.
«Και τι έγινε τότε η άλλη;» θα μου πείτε. «H κοπέλα του μπαλκονιού;» Χμμμ. Η κοπέλα του μπαλκονιού! Θα σας πω αλλά πρώτα πρέπει να σας θυμίσω μια λεπτομέρεια. Όταν έφευγε το Θηλέων το μεσημεράκι, άνοιγαν για τα κορίτσια τις πόρτες από τη Ζεύξιδος για να μη συναντηθούν και «μολυνθούν» από τα αγόρια τα οποία έμπαιναν στο Προαύλιο από την πόρτα της Πυθέου. Όση ώρα κρατούσε η αποχώρηση των κοριτσιών, οι εξωτερικές πόρτες του κτιρίου από τη μεριά του Προαυλίου ήταν κλειδαμπαρωμένες. Έτσι προφυλασσόταν η ηθική ων κοριτσιών μας, εκείνη την εποχή. Το φλερτ εθεωρείτο αμάρτημα μέγα από τους πάντες. Εντός του σχολείου δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να συναντηθούμε ποτέ. Ποτέ εκτός από δυο φορές. Μια όταν κάναμε το θεατρικό και μας την έπεσε το μισό Δωδέκατο (τι επανάσταση κι αυτή!) και μια αυτή τώρα που θα σας αφηγηθώ.
Μετά το πάρτι της Μάγδας, έψαξα να βρω τι κοπέλα του μπαλκονιού αλλά για ένα περίεργο λόγο έκανα μέρες να τη συναντήσω. Μάταια περίμενα στο μπαλκονάκι μπας και τη ξαναδώ. Είχε κι έναν αέρα Ελευθερίας εκείνο το μπαλκόνι, γιατί στα διαλλείματα μακριά από τη σχολική καταπίεση, βλέπαμε τον έξω κόσμο, τα αυτοκίνητα της Βουλιαγμένης κλπ και ο νους μας ταξίδευε. Ήταν άπειρες οι κουβέντες που είχαμε κάνει ακριβώς εκεί με τον Κώστα το Δανιά και το «γίγαντα» Σακελλίου.
Είχε ανοίξει λοιπόν η γη να την καταπιεί. Ώσπου μια μέρα που ήμασταν πάλι απογευματινοί, μπαίνοντας στο Προαύλιο, σας βλέπω την παλιοπαρέα να κάθεστε στις κερκίδες απέναντι και να λιάζεστε, λέγοντας τα γνωστά καλαμπούρια που λέγαμε μεταξύ μας. Ήταν από αυτές τις ωραίες χειμωνιάτικες λιακάδες που δεν κάνει ακριβώς ζέστη αλλά ακόμη κι ένα μικρό πουλοβεράκι δεν αντέχεται να το φοράς και το ρίχνεις μόνο στην πλάτη. Καθώς σας πλησίαζα ακούω σφυρίγματα, όχι μόνο από εσάς, αλλά από παντού, από πολλές δηλαδή μεριές του Προαυλίου. Σφυρίγματα θαυμασμού που δεν ταίριαζαν με την αφεντιά μου. Τάχασα για ένα λεπτό αλλά μετά διαπίστωσα ότι δεν κοιτάγατε εμένα, αλλά κάτι που ήταν πίσω από μένα. Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω πράγματι το αντικείμενο των σφυριγμάτων του θαυμασμού σας. Σε αρκετή απόσταση με ακολουθούσε ένα κορίτσι λυγερόκορμο που φορούσε μπλε ποδιά σφιγμένη στη μέση, άσπρο γιακαδάκι κι ελβιέλες με άσπρα σοσόνια. Είχε τα μαλλιά της κότσο κι ένα βάδισμα υπέροχα αρχοντικό. Η φυσική ομορφιά στην τελική της ολοκλήρωση που παραβίαζε με περίσσια χάρη και θάρρος το άβατο του Προαυλίου των αγοριών! Το πηγούνι ελαφρά σηκωμένο και το βλέμμα της καρφωμένο προς το μέρος μου με το ανθυπομειδίαμα της θεάς Αθηνάς μπροστά στον έρωτα του απόλυτου άγνωστου. Γυρίζω και πάλι το κεφάλι μου προς την εξέδρα και τότε το είδα. Ίσα-ίσα που φαινόταν πίσω από τις τσάντες σας ένα μικρό γυναικεία αρωματισμένο κατακόκκινο ξεχασμένο πουλοβεράκι. Σκύβω και το σηκώνω. Η θεά Αθηνά ήταν δίπλα μου τώρα. Ξαφνικά έπαψαν όλοι οι ήχοι. Δεν ακουγόταν τίποτα. Το απόλυτο κενό. Μόνο οι καρδιακοί μας παλμοί. Την κοιτάζω στα μάτια και απλώνοντας το χέρι της το δίνω.
- Σας ευχαριστώ πολύ, μου λέει.
Με ξένισε ο αρχοντικός πληθυντικός αλλά δεν με αιφνιδίασε.
- Να σας το ρίξω στους ώμους σας; τη ρωτάω.
- Αν θέλετε, απαντάει εκείνη.
Αν θέλω; Ω μεγαλείο της φύσης! Ω θαύμα της δημιουργίας! Ω αρχαία μου Ιστορία, Λατινικά και Μαθηματικά μαζί! Ω τέλεια Γεωμετρία, Μουσική και Αρμονία.
See Me
Me Feel Me
Touch Me
Heal Me
Άπλωσα τα χέρια και άγγιξα το άγαλμα. Σήκωσε λίγο πιο ψηλά με το ένα χέρι τον κότσο του ο Κύκνος και φάνηκε όλο το μεγαλείο του λαιμού και της πλάτης του. Την αγκάλιασα ελαφρά αφήνοντας τρυφερά το πουλόβερ της στους ώμους της. Μετά γύρισε, χαμογέλασε, έδεσε μπροστά τα μανίκια του πουλόβερ μεταξύ τους κι άρχισε να φτερουγίζει μεγαλόπρεπα και πάλι προς την έξοδο λέγοντάς μου ένα σιγανό σαν ανάσα «Ευχαριστώ».
- Ένα λεπτό, της φωνάζω. Κοντοστάθηκε λίγο και γύρισε και πάλι προς το μέρος μου. Πώς σε λένε;
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Καθώς απομακρυνόταν με το αρχοντικό της βάδισμα, οι ήχοι του Νέου Κόσμου, άρχισαν να επανέρχονται στα αυτιά μου. Η κίνηση στη Βουλιαγμένης, το σφυρί του οικοδόμου στο γιαπί της Πυθέου, η μπάλα του μπάσκετ στο υπόστεγο. Κάποιος ρώτησε πίσω μου
- Την ξέρεις αυτή ρε Σωτήρη;
- Πολύ καλά, απαντάω.
- Άλα της ο Ροδόπουλος και γνωριμίες στο Θηλέων, είπε κάποιος άλλος
Η Ελευθερία δεν έμεινε καιρό στο Δωδέκατο. Έμαθα από την Ελίνα ότι η οικογένειά της μετανάστευσε στην Αμερική ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν πήγαν Νέα Υόρκη. Δεν ξέρω αν κουνήθηκε μερικές μοίρες από τη θέση του το άγαλμα της Ελευθερίας όταν την είδε. Ένα ξέρω. Ότι από τις τρεις ιστορίες που είχα σκοπό να σας αφηγηθώ με κορίτσια του Δωδέκατου (αυτή είναι η δεύτερη), τα 12 δευτερόλεπτα που έζησα μαζί της, ήταν από τα πιο φορτισμένα ερωτικά που θα μπορούσε να ζήσει ένα αγόρι της εποχής εκείνης, χωρίς ούτε καν να αγκαλιάσει ή να φιληθεί με το κορίτσι του.
Σωτήρης Ροδόπουλος
Ιανουάριος 2012
ΥΓ1. Μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, σαν παραμύθι. Ή μήπως ένα παραμύθι ζωντανό σαν αληθινή ιστορία; Μη ξεχνάτε ότι ένας παραμυθάς δεν λέει ποτέ ψέματα. Λέει μόνο παραμύθια. Εσείς τι λέτε; Έγιναν όλα αυτά; Συναντήθηκα με τη θεά Αθηνά στο Προαύλιο; Υπήρξε ποτέ Κύκνος που τον έλεγαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ;
ΥΓ2. Κάποια ονόματα της ιστορίας έχουν αλλοιωθεί, άλλα όχι. Δεν είναι δα και πολλά για να ρωτήσετε ποια. Μένει τώρα να γραφτεί η τρίτη ιστορία. Το τρίτο Μ του Δωδέκατου που με σημάδεψε, μετά τη Μαριάννα και τη Μάγδα. Αφετηρία της ήταν το θεατρικό και η επανάσταση των κοριτσιών. Αυτή η σύμπτωση ονομάτων ήταν τυχαία αλλά υπαρκτή, σχεδόν σαν παραμύθι. Η τριλογία δηλαδή του Δωδέκατου(!) γράμματος της Αλφαβήτου, του Μ!!!!!!
------
ΣΤ τυχαίες αναφορές από την ανάρτηση, για κλικ:
α. Μεσσίας του Handel
β. Ποδήλατο «της Κακομοίρας»
γ. Speedy Gonzales
δ. Σήμα Columbia
ε. «Σας χαιρετησα; Δεν σας χαιρετησα»
στ. See Me, Feel Me
ΣΤ τυχαίες αναφορές από την ανάρτηση, για κλικ:
α. Μεσσίας του Handel
β. Ποδήλατο «της Κακομοίρας»
γ. Speedy Gonzales
δ. Σήμα Columbia
ε. «Σας χαιρετησα; Δεν σας χαιρετησα»
στ. See Me, Feel Me
7 σχόλια:
ΜΗΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ;
ΕΓΩ ΠΑΝΤΩΣ ΣΕ ΚΑΠΑΡΩΝΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ
ΕΞΟΧΟ !!!!
irig
Για μια ακομη φορα ο Sot μας εκπλησσει με το συγγραφικο του ταλεντο.Με υπεροχο τροπο σκαλιζει τις αναμνησεις μας πηγαινοντας μας στην εποχη των παρτυ,του βερμουτ κτλ.Στο μπαλκονακι της Ζευξιδος τοτε που δεν μας επιανε κρυο και βροχη.Μονιμοι θαμωνες του εμεις που μεναμε,Αγ.Αρτεμιο,Υμηττο,Χαραυγη,Αγ.Μαρινα,Ηλιουπολη,Αργυρουπολη.Απο εκει θα βλεπαμε τις "γειτονισσες",τις "δικες μας",που περιμεναν στη σταση το 36 ,το 152,το 38 ,το 172.
-Ελα ρε ,η δικια σου.
-Σιγα την γκομενα ρε μ.....α
-Φυγε απο τη μεση ρε γιγαντα να την δω
-Ποια ειναι αυτη η κοντη ?
Να εισαι καλα ρε Σωτηρη που τουτο το κρυο απογευμα ,σκιρτησες και ζεστανες τις καρδιες μας.
Ειχε δικιο ο ΝΧ οταν ελεγε οτι μας κολλησες στην αρθρογραφια.
ΥΓ Την κοντη την ξαναειδα πριν λιγο καιρο σε εκθεση στο Ελληνικο.Οταν με ειδε αρχισε να φιλα τον συζυγο της περιπαθα.Δεν ντραπηκε 55 χρονων γυναικα.Προφανως ηθελε να με πικαρει μετα τοσα χρονια.
Γεια σας Γιάννηδες,
Τουλάχιστον ρε "διπλανάκι" εσύ τις έβλεπες. Κοντές, ψηλές, ήσασταν μια γειτονιά. Εγώ ακόμα τις ψάχνω. Με εξαίρεση το τρίτο Μ, για το οποίο θα γράψω μόλις βρω λίγο χρόνο, όλες πέρασαν και δεν ακούμπησαν (που λέει ο λόγος, ε;).
Δημαρχέ μου, άμα αρχίσουμε από τώρα να σκεπτόμαστε Βιογραφίες κλπ μας πήρε από κάτω και άντε μετά να σηκωθούμε πάλι. Ούτε οι γιατροί των ektoblogs δεν θα μπορούν να βοηθήσουν...
E Ξ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Κ Ο.! και αυτό για τα «μπλε περιστέρια (σου)»
Και –ακόμη περισσότερο- αυτό για τους «ήχους του Νέου Κόσμου»
Με γύρισες "ζωντανά" 45 χρόνια πίσω.Ένοιωσα σαν να έβλεπα τα πάντα μπροστά μου σε ένα καλογυρισμένο ντοκυμαντέρ. ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ, μπράβο!
Έξοχο!!!
Και τι δεν μας θυμίζεις, Σωτήρη.
Καλά ρε αθεόφοβε, τα έχεις κρατήσει όλα αυτά σε σκονάκια;
Για σένα μάλλον έγραψε ο Πυθαγόρας τους στίχους "Φέρτε μου νερό να ξεδιψάσω και μια πέτρα για να ξαποστάσω, τι να θυμηθώ τι να ξεχάσω
απ' όσα πέρασα..."
Υποκλίνομαι!!!
Δημοσίευση σχολίου