18.1.12

Ένα κόκκινο-ανάμεσα καρπούζι και φωτιά…

Έχουν τα παραμύθια(;) απαντήσεις;

«Έμενα στην Ηλιούπολη. Σχολείο όμως πήγαινα στου «Βαριώτη», αρχή Βουλιαγμένης. Δεν είχαν κτιστεί ακόμα τα σχολεία στη Μαρίνου Αντύπα. Από μια άποψη ευτυχώς. Κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι ή και κάθε απόγευμα, όταν ήμασταν απογευματινές, έπαιρνα το λεωφορείο σπίτι – σχολείο. Ήμασταν μια παρέα κοριτσιών που μέναμε εκτός Νέου Κόσμου. Είχαμε το «προνόμιο» να έχουμε μαθητική ταυτότητα για να πληρώνουμε μειωμένο εισιτήριο. Ταυτότητα που επιδεικνύαμε με καμάρι, γιατί αν εξαιρέσεις την ποδιά που μας κάρφωνε, είχαμε έναν προάγγελο αέρα για τη φοιτητική ταυτότητα, που φιλοδοξούσαμε να αποκτήσουμε κάποτε…΄Ηταν και μόδα, εκείνη την εποχή, να μην κρατάμε σχολική σάκα αλλά να δένουμε λίγα βιβλία – θαρρείς και τα πολλά γράμματα τα είχαμε ήδη μάθει – με ένα πλατύ λάστιχο, μπλε και σπανιότερα πράσινο, με αγκράφα στην άκρη. Ξέραμε τα δρομολόγιά μας απ’ έξω…

Ζήλευα όμως τις συμμαθήτριές μου, που μένανε κάπου στις γειτονιές του Νέου Κόσμου γιατί αυτές μπορούσαν να «σουλατσάρουν» τη διαδρομή τους μέχρι το σπίτι, παρέες – παρέες, να βλέπουν, για χρόνια, τα αγόρια του Έκτου που κάνανε την αντίθετη πάντα διαδρομή (εκείνη την εποχή έτσι γινότανε με τα δύο φύλα – συνήθως είχαν αντίθετη πορεία) και να κρυφογελάνε ή να σταμπάρουν κάποιον που τους άρεσε. Μετά από χρόνια κάποιοι παντρεύτηκαν μεταξύ τους εξαιτίας αυτής… της χρόνιας αντίθετης πορείας! Για μας, τις μαθήτριες της Ηλιούπολης, της Δάφνης, του Αγίου Αρτεμίου, του Υμηττού που παίρναμε λεωφορεία, η μόνη μας «επαφή» με τα αγόρια του ΣΤ΄ ήταν το μπαλκονάκι του σχολείου, όπου μαζεύονταν μερικά παιδιά το μεσημέρι, όταν εμείς σχολάγαμε βγαίνοντας από τις σκάλες της Ζεύξιδος και αυτοί περίμεναν να χτυπήσει το δικό τους κουδούνι. Δεν βλέπαμε ξεκάθαρα τα πρόσωπά τους ή το βλέμμα τους. Ξεχωρίζαμε όμως το σουλούπι τους, ψηλός, κοντός, αδύνατος…τα υπόλοιπα ήταν της φαντασίας μας…Τους είχαμε δώσει και φανταστικά ονόματα, βαφτισμένοι από όλο το νάζι και τον ερωτισμό της εποχής. Δεν τους είχαμε δει ποτέ από κοντά αλλά, είμαι σίγουρη, αν τους συναντούσαμε τους ξέραμε πολύ – πολύ καλά. ΄Ηταν μια σχέση χρόνων. «Οι Εραστές του Μπαλκονιού».

Ο Θείος μου ο Νικόλας, ανύπαντρος μικρότερος αδελφός της μάνας μου, χρόνια επαγγελματίας ναυτικός, κάθε δίχρονο ή και παραπάνω ξεμπάρκαρε για τέσσερις-πέντε μήνες, για να ξεκουραστεί και τον φιλοξενούσαμε στο σπίτι. Η μάνα μου, με όλη την τρυφεράδα της αδελφής αλλά και τη σύνεση της παντρεμένης, τον φώναζε «Ρέμπελο», έτσι που εγώ και η μικρότερη αδελφή μου νομίζαμε ότι ήταν ένα δεύτερο όνομά του και τον αποκαλούσαμε πάντα: ο θείος Ρέμπελος! Κάτι που νομίζω κι αυτός αποδεχόταν με κρυφό καμάρι. Μοναδικά του ανίψια εμείς, φρόντιζε από κάθε του ταξίδι να μας φέρνει όμορφα, κομψά δώρα. Όχι γιαπωνέζικα σερβίτσια, μίξερ κλπ (για τη μελλοντική μας προίκα) ούτε μεγάλες κούκλες, που καθόντουσαν με ανοιχτά πόδια πάνω σε ντιβανοκασέλες, αλλά μικρά και διαλεχτά δώρα που «θα μας έκαναν να ξεχωρίζουμε», όπως έλεγε. Για την «Πριγκίπισσά μου» - έτσι αποκαλούσε τη μικρή μου αδελφή, που ήταν πιο ναζιάρα και μπορούσε να ανταποκριθεί επάξια στο ρόλο αυτό – και για τον «Κύκνο μου»- όπως αποκαλούσε εμένα επειδή ήμουν ψιλόλιγνη, με μακρύ λαιμό και μακριά δάχτυλα. «Εσύ είσαι για πιάνο», μου έλεγε. Από ένα ταξίδι του, ανάμεσα στ’ άλλα, μου έφερε μια πανέμορφη, μεγάλη, πρασινωπή ομπρέλα με όμορφο κοκάλινο χερούλι. Είχα κάνει τράκες τότε, μαζί και με τα δερμάτινα ανοιχτά καφέ παπούτσια, που φοβόμουν τόσο πολύ μην τα χαλάσω όταν έβρεχε…

Το καλύτερο όμως δώρο του θείου Ρέμπελου ήταν ένα καταπληκτικό ζακετάκι κόκκινο-ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- που μου είχε φέρει από το Λονδίνο. Ολόμαλλο, λεπτό, άλικο, ταίριαζε τέλεια με την μπλε ποδιά του «ΚΑΤΡΑΝΤΖΟΣ ΣΠΟΡ». Το φορούσα πάνω από την ποδιά και σήκωνα ελαφρά τα μανίκια, διπλώνοντας από πάνω την άκρη από τα μανίκια της ποδιάς και πάνω στο ζακετάκι, αριστερά στο μέρος της καρδιάς, πάνω από το εφηβικό στήθος, κάρφωνα το σήμα του σχολείου «Γυμνάσιον ΙΒ΄». Μ’ άρεσε τόσο πολύ το ζακετάκι αυτό, που εκείνη τη χρονιά, νομίζω και την επόμενη, δεν έβαλα παλτό όλο το χειμώνα για να μην το κρύψω. Προτιμούσα να κρυώνω ή να φοράω μέσα από την ποδιά ρούχα, σαν μικρό ντολμαδάκι, για να έχω το κόκκινο – ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- ζακετάκι μου να ξεχωρίζει…

Την άνοιξη, ένα μεσημέρι τελευταία ώρα στο σχολείο, κάναμε χορούς Ελληνικούς, κυκλωτικούς. Νομίζω ότι δεν ήταν ακριβώς η ώρα της γυμναστικής (συνήθως τη βάζανε πρωινές ώρες) αλλά πρόβες για κάτι επιδείξεις στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ούτε και θυμάμαι. Χτύπησε το τελευταίο κουδούνι και ζεσταμένη απ’ το χορό ή και την άνοιξη, έφυγα βιαστικά από τις σκάλες της Ζεύξιδος, για να προλάβω και τα άλλα κορίτσια στο δρομολόγιο των 14.05΄ για Ηλιούπολη. ΄Ηρθε το λεωφορείο και μια ανάσα πριν μπω… καταλαβαίνω ότι είχα ξεχάσει το κόκκινο-ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- ζακετάκι μου πάνω στην εξέδρα, στα μεγάλα σκαλιά της αυλής, που το είχα ακουμπήσει ξαναμμένη από το χορό κάποια στιγμή. ΄Ηταν ζήτημα «ζωής και θανάτου». Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αφήσω το ζακετάκι μου εκεί, έρμαιο της όποιας τύχης και παρά τις κουβέντες των φιλενάδων μου «έλα μωρέ, θα το βρεις αύριο, θα το έχει φυλάξει ο Μήτσος, θα χάσεις τώρα το λεωφορείο, το άλλο περνάει στις τρεις παρά τέταρτο…» έφυγα σαν αφιονισμένη να ξαναμπώ στην αυλή…

Μια κουβέντα ήταν αυτή!!! ΄Ηταν κάτι σαν να επιχειρούσες να μπεις στα άδυτα ενός απαγορευμένου κόσμου. Η ηθική των χρόνων εκείνων επέβαλε αυστηρή απομόνωση. Τα αγόρια απαγορευόταν να συναντήσουν τα κορίτσια μέσα στο προαύλιο του σχολείου αλλά και σε μια απόσταση ασφαλείας κάποιων …χιλιομέτρων (εκεί ήταν και η «αντίσταση» εκείνων των παιδιών να υπηρετήσουν το δικαίωμά τους τουλάχιστον να βλέπονται, ακολουθώντας συγκεκριμένες διαδρομές, να ψελλίζουν μια καλημέρα και να ερωτεύονται πιο πολύ με τη φαντασία τους, ντύνοντας τον «καλό» τους ή την «καλή» τους με όλα τα πλουμίδια του κόσμου. Τι θα έκανα τώρα; Δεν το πολυσκέφθηκα… Πήγα το γύρο από την είσοδο της Πυθέου. Στην αυλόπορτα ο Μήτσος των Αρρένων, ψηλός με το μουστάκι του, ούτε κατά διάνοια να επιτρέψει σε μένα την εξωγήινη να «ξεσηκώσω» τα αγόρια με την παρουσία μου. Ξαναγύρισα βιαστικά και ανέβηκα λαχανιασμένη τα σκαλιά της Ζεύξιδος, όπου στην κορυφή της σκάλας, ο Μήτσος των Θηλέων, κοντός με το μουστάκι του, επέβλεπε αν όλες είχαμε φύγει για να διπλοκλειδώσει με αλυσίδες – ναι με αλυσίδες και λουκέτο- την πόρτα. Αυτόν τον ήξερα καλύτερα και ως «ον» του ήμουνα πιο οικείο! Του εξήγησα βιαστικά και σχεδόν τον προσπέρασα απόλυτα αποφασισμένη. Δεν ξέρω αν ήταν «τυχαίο» ή προδιαγεγραμμένο που και τα δύο σχολεία είχαν από έναν Μήτσο ή μήπως τον ...ίδιο Μήτσο τελικά!!! ΄Όμως αυτό που αντίκρισα στη συνέχεια, ομολογώ, ότι το είχα υποτιμήσει. ΄Ολο το προαύλιο, δεν είχε τίποτα από το μπλε χρώμα από ποδιές που είχα χρόνια συνηθίσει να βλέπω. Είχε μια αδιάφορη ή και τρελή πολυχρωμία (χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα) και μια απίστευτη φασαρία, μια οχλαγωγή. Τα αγόρια ήταν πάντα πιο δυναμικά, φασαριόζικα, παίζαν ποδόσφαιρο ακόμα και για δέκα λεπτά μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι τους και η εφηβεία τους ήταν αισθητή. Όχι σαν τη δική μας που ήταν πιο λυρική, κλαψιάρα και ονειροπαρμένη!! Και ξαφνικά, όλη αυτή η φασαρία μεταμορφώνεται σε ένα παρατεταμένο σφύριγμα. Θα’λεγε κανείς σφύριγμα θαυμασμού, εγώ όμως ένοιωσα (δικαιολογημένα ή όχι τον καιρό εκείνο) μια ανεπαίσθητη απειλή προς στιγμή. Για έναν αέρα του χρόνου, σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια και να αφήσω το κόκκινο – ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- ζακετάκι μου στη μοίρα του. Πρόλαβα να σκεφτώ ότι, εν πάση περιπτώσει, όλα τα πράγματα έχουν μια ζωή, πρέπει να εξασκηθώ στο να μάθω να χάνω έστω και το ζακετάκι μου. Ήταν αφροσύνη να γυρίσω πίσω. Όμως όχι, παρότι ήμουν ακόμα μικρή, σκέφτηκα το εξής απλό: « Και πότε άλλοτε στη ζωή σου, Κυρία μου, θα έχεις την ευκαιρία να σου σφυρίζουν με θαυμασμό 300-500 αγόρια;» (Τώρα που μεγάλωσα σας βεβαιώνω ότι η σωστή απάντηση είναι: ΠΟΤΕ).

Στάθηκα με αυτοπεποίθηση μέσα στη μπλε ποδιά μου, σφιγμένη στη μέση (για να μπορούμε, Σωτήρη, να την τραβάμε από πάνω και έτσι να την κάνουμε πιο κοντή, για να φαίνονται τα εφηβικά αρμονικά πόδια μας), στο άσπρο γιακαδάκι μου και στις ελβιέλες με τα άσπρα σοσόνια μου. Είχα και τα μαλλιά μου πιασμένα κότσο, για τους κυκλωτικούς χορούς και αυτό μου έδινε μια αίσθηση…πώς να την πω…του «Κύκνου», όπως με φώναζε ο θείος Ρέμπελος. Κι έτσι μπήκα στην αυλή και προχώρησα προς τις κερκίδες, όπου είχα ξεχασμένο το ζακετάκι μου. Δεν ήταν εύκολο ούτε τότε. Μεγάλες παρέες αγοριών λιάζονταν και στοίβες από σχολικές σάκες κάνανε βουνά, κάτω από τα οποία έπρεπε να ψάξω.΄Ηταν απολύτως αργά να οπισθοχωρήσω…

Τότε ήταν που ένα παιδί, το έβλεπα καιρό στο «μπαλκόνι» την ώρα που σχόλαγα και περίμενα στη στάση της Ηλιούπολης, ξετρύπωσε με μια αφάνταστη ευαισθησία που άρμοζε στο κόκκινο-ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- ζακετάκι μου και κοιτώντας με στα μάτια, μου το δίνει… νομίζω… δηλαδή αν θυμάμαι… τότε σταμάτησαν όλοι οι θόρυβοι και τα σφυρίγματα των παιδιών. Σαν να κοιτούσαν όλοι μια ιεροτελεστία ή μια παράσταση… μπερδεύτηκα…τι να πω; Εκστομίζω χαζά: «Σας ευχαριστώ πολύ», θαρρείς και απευθυνόμουνα στο γυμνασιάρχη μας ή στον παππού της φίλης μου. Άκου πληθυντικός σε ένα αγόρι λίγο πιο μεγάλο από μένα, αλλά τέλος πάντων όχι και τόσο μεγαλύτερο που να δικαιούται και... πληθυντικό! «Να το ρίξω στους ώμους σας;», μου αντιγύρισε κι εκείνος το σεβάσμιο ή αμήχανο πληθυντικό. «Αν θέλετε…», σήκωσα με το ένα χέρι μου, λίγο πιο ψηλά τον κότσο μου κι’ εκείνος ακούμπησε με φοβερή τρυφερότητα το ζακετάκι στους ώμους μου. Ευχαριστώντας αμήχανα έφυγα...


Η πορεία προς την έξοδο της Πυθέου ήταν ευκολότερη απ’ ό,τι η είσοδος από τη Ζεύξιδος. Τώρα που το σκέφτομαι, ο πληθυντικός ίσως να μην ήταν άσχετος. Ευχαριστούσα όλους …για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο θείος Ρέμπελος, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970 «βγήκε» παράνομος μετανάστης στην Αμερική -το είχε κανονίσει με το πλήρωμα του πλοίου που ήταν μπαρκαρισμένος- παντρεύτηκε μια Καναδέζα ζωντοχήρα με ένα κορίτσι, το οποίο και υιοθέτησε δίνοντάς του ένα ελληνοπρεπέστατο επώνυμο, έκανε διάφορες μπίζνες με μπιφτεκάδικα, έχασε όλα του τα λεφτά σε συνεταιριλίκια με τον κουνιάδο του και πριν αρκετά χρόνια πέθανε άδοξα από ανεύρυσμα χωρίς καμιά κομψότητα, όπως τόση σημασία έδινε σ’ όλη του τη ζωή.

Δεν έμεινα καιρό στο ΙΒ΄ Θηλέων. Η οικογένειά μου αποφάσισε να φύγουμε στην Αμερική, μια εποχή που ο θείος Ρέμπελος ήταν στα πάνω του με τις μπίζνες και υποσχόταν χρυσά κουτάλια, κομψά πάντως, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία για το θείο Ρέμπελο, που χρόνια τώρα ταξιδεύει σε «άλλες θάλασσες». Για το ανεπαίσθητο και απραγμάτωτο αγκάλιασμα των εφηβικών μου ώμων, για την πρώιμη νιότη μας που τόσα πολλά είχε υποσχεθεί, κρατώ ακόμα φυλαγμένο, στο συρτάρι και στην καρδιά μου, εκείνο το κόκκινο-ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- ζακετάκι…»


Για την αντιγραφή
Μαρία (ΙΒ΄ Θηλέων 1971)






7 σχόλια:

ΤΣΑΡΠΑΛΗΣ είπε...

ΕΞΟΧΟ !!!!
ΑΠΟΡΩ ΠΩΣ ΕΓΩ ΒΓΗΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
ΤΟ ΕΚΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΕΒΓΑΛΑΝ ΠΟΙΗΤΕΣ

Sot Rods είπε...

Κι εσύ ποιητής είσαι αλλά δεν το έχεις καταλάβει!

Άλλωστε κι εγώ Μαθηματικά σπούδασα, άσχετα αν δεν εργάστηκα ποτέ ως Μαθηματικός.

ΤΣΑΡΠΑΛΗΣ είπε...

Ο ΤΖΑΜΑΛΟΥΚΑΣ ΗΤΑΝ Η ΑΙΤΙΑ ΠΟΥ ΒΓΗΚΑΜΕ ΟΛΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Sot Rods είπε...

Βέβαια, βέβαια. Ρωτάτε και τον Νίκο.

Κ.Κor. είπε...

Μαρία, εξαιρετικό! Συγχαρητήρια!!!
(Ενα κόκκινο -ανάμεσα καρπούζι και φωτιά- μου μοιάζει μ' ένα παραμύθι, μπορεί αληθινό. Αραγε, θα μάθουμε ποτέ όλη την αλήθεια;)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ είπε...

Μαρια , μας πήγες --ειναι η αλήθεια-- κατι λιγα χρονια πίσω , σ αυτο που λεμε την ! πρεπει τοτε να΄νειωσες κατι σαν την πρωτη του χορου της Επιδαυρου...άξιο το τόλμημά σου και παναξια και η επιδοκιμασία απο τους 300 ή και παραπανω !..Τελικα στη ζωή μας μένουν κατι τέτοιες τρυφερες στιγμές , που θα μας ζεσταίνουν τις καρδιές και θα μας τονίζουν την πεζή καθημερινότητα...νασαι παντα καλά !!!!!!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ είπε...

...σ΄αυτο που λεμε την ηλικία της αθωότητας!