του Σωτήρη Ροδόπουλου
ΣΤ' Γυμνάσιο 1972
Διαβάζω στα αθλητικά ρεπορτάζ ότι ο Ιστορικός είχε να κάνει παρόμοια καλή πορεία τις πέντε πρώτες αγωνιστικές ενός πρωταθλήματος, από τη σεζόν 1970-71, όταν και είχε τερματίσει τελικά δεύτερος. Και τότε, όπως και τώρα, είχε στις αρχές 4 νίκες και μια ήττα. Μάλιστα εκείνη η ήττα, το φθινόπωρο του '70, είχε γίνει από τον Ολυμπιακό στο Στάδιο Καραϊσκάκη κι έχει ιστορική αξία για δυο συμμαθητές μας: τον Κωστάκη το Σακελλίου, το «Γίγαντα» της Τάξης μας και τον γράφοντα. Ιδιαίτερα δε για το δεύτερο.
Πολύ φίλοι τότε με τον Κώστα -ο οποίος όλα τα χρόνια ήταν αναπόσπαστο μέλος των περίφημων 2 τελευταίων θρανίων- και παρότι ποδοσφαιρικώς θα ήμασταν αντίπαλοι εκείνη την Κυριακή, είχαμε κανονίσει να δούμε τον αγώνα μαζί. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν οι σημερινοί διαχωρισμοί και το ποδόσφαιρο ήταν χαρά και μεγάλη ευκαιρία για πλάκες μεταξύ φίλων ή ακόμη και καζούρα. Όλη την εβδομάδα λοιπόν μαζέψαμε ταλιράκι-ταλιράκι τις 20-30 δραχμές που είχαν τα εισιτήρια του ματς και τα μεταφορικά μας μέχρι το γήπεδο. Εκείνος, φανατικός Ολυμπιακός, θα έπαιρνε το λεωφορείο από την Ηλιούπολη μέχρι το κέντρο και από εκεί θα κατέβαινε στο Φάληρο με τον Ηλεκτρικό. Εγώ, φίλαθλος του Πανιωνίου, θα έπαιρνα το «πράσινο» που έκανε στάση μπροστά στο Πανελλήνιο, στη Συγγρού και μέσω Καλλιθέας, θα έφτανα στο σταθμό ΗΣΑΠ του Φαλήρου, όπου ήταν και το ραντεβού μας.
Πράγματι λοιπόν έτσι κι έγινε. Είχαμε άλλωστε επιβεβαιώσει πολλές φορές το «τι και το πώς» από την προηγούμενη στο σχολείο (τότε κάναμε μάθημα και τα Σάββατα). Βρεθήκαμε μάλιστα αρκετά πριν από την έναρξη του αγώνα κι έτσι είχαμε χρόνο όχι μόνο να βγάλουμε έγκαιρα τα εισιτήριά μας από τα εκδοτήρια του γηπέδου, αλλά και να βρούμε ωραίες θέσεις για να απολαύσουμε το ματς, μασουλώντας το πασατεμπάκι μας που είχαμε αγοράσει από τον «τσάκα-τσούκα»(*) με ένα πενηνταράκι. Θυμάμαι μάλιστα ότι ο ουρανός ήταν κάπως μελαγχολικός και το πήγαινε για βροχή, αλλά εγώ σε όλη τη διάρκεια της αναμονής αλλά και μετά την έναρξη του αγώνα, παίρνοντας θάρρος από την καταπληκτική πορεία μέχρι τότε του Ιστορικού και την αντίστοιχη άσχημη του Θρύλου, πείραζα τον Κώστα στο πόσα γκολ θα βρέξει, όχι ο ουρανός, αλλά ο Δέδες με τον Ιντζόγλου και αν θα ήταν αξιοπρεπής η ήττα του Θρύλου ή όχι. Τι το ήθελα; Δεν το βούλωνα καλύτερα; Δεν κράταγα πισινή; Αν θυμάμαι καλά μάλιστα, προηγήθηκε ο Πανιώνιος 0-1 κι εγώ κοκορευόμουν ακόμη πιο πολύ, μέχρι που κάποια στιγμή ο Ολυμπιακός με τη βοήθεια και του κόσμου του, το γύρισε το ματς που τελικά ήρθε 2-1. Κόντεψα να σκάσω! Κάποιος πίσω μας, μου χτύπησε την πλάτη και μου είπε «φίλε, όσο πανηγύρισες, πανηγύρισες». Στη λήξη, ο Κώστας δίπλα μου περιχαρής, έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τα γυαλιά του, τα ξαναφόρεσε κι άρχισε να κατηφορίζει τα σκαλιά προς την έξοδο αργά-αργά, γεμάτος με εκείνη την περιστασιακή ανωτερότητα, περηφάνια και ικανοποίηση που μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να δώσει. Λίγο πριν χωρίσουμε μέσα στην καταπακτή του ΗΣΑΠ, ανάμεσα σε χιλιάδες κόσμου που έτρεχε να γυρίσει σπίτι του για να μην τον προλάβει η βροχή καθώς ο ουρανός είχε μαυρίσει για τα καλά, ο «Γίγαντας» γύρισε και μου είπε με χαμόγελο:
- Καλά πηγαίνατε μέχρι τώρα, αλλά εμείς σήμερα σας κόψαμε τα φτερά...... Χρατς!
Μπήκα σκασμένος ξανά στο «πράσινο» το οποίο ήταν τίγκα από φιλάθλους του Ολυμπιακού που πανηγύριζαν για τη μεγάλη νίκη της ομάδας τους, έναντι του πρωτοπόρου μέχρι τότε Πανιωνίου. Το βράδυ στις 10 θα έβλεπαν πάλι τα γκολ στην Αθλητική Κυριακή του ΕΙΡΤ, που τότε έδειχνε στιγμιότυπα μόνο από τα 2-3 σπουδαιότερα ματς της ημέρας και που παρουσίαζε ένας ευπαρουσίαστος δημοσιογράφος, με σωστή άρθρωση, που λεγόταν Διακογιάννης. Στη Θησέως άρχισε να βρέχει. Με δυσκολία έβλεπες έξω από τα θαμπά τζάμια. Και όταν πια φτάσαμε στου Φιξ, είχαν ανοίξει για τα καλά οι κρουνοί του ουρανού.
Κατέβηκα από το λεωφορείο και τοίχο-τοίχο προσπάθησα να προχωρήσω προς τη Βρεσθένης, περνώντας κάτω από μπαλκόνια πολυκατοικιών ή στέγαστρα εισόδου μαγαζιών. Έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας μούσκεμα. Και κλαμένος και «δαρμένος» και βρεγμένος. Αυτό όμως που συνεχώς ξαναγύριζε στα αυτιά μου ήταν το «Χρατς» του Σακελλίου. Ακόμα και η πόρτα του ασανσέρ «Χρατς» έκανε όταν έκλεισε πίσω μου. Ένα «Χρατς» που το ξανα-άκουσα με τη φαντασία μου πολλές φορές στη ζωή μου. Κάθε φορά που έβλεπα υπεραισιόδοξα τα πράγματα, ερχόταν αυτό το «Χρατς» και με προσγείωνε στην πραγματικότητα. Το άκουγα ακόμα κι όταν δεν υπήρχε λόγος. Βλέποντας για παράδειγμα στο Πράκτικερ, στα είδη κηπουρικής, μια μεγάλη ψαλίδα για τα φυτά του κήπου, το 2-1 του '70 θυμόμουν.
Κατέβηκα από το λεωφορείο και τοίχο-τοίχο προσπάθησα να προχωρήσω προς τη Βρεσθένης, περνώντας κάτω από μπαλκόνια πολυκατοικιών ή στέγαστρα εισόδου μαγαζιών. Έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας μούσκεμα. Και κλαμένος και «δαρμένος» και βρεγμένος. Αυτό όμως που συνεχώς ξαναγύριζε στα αυτιά μου ήταν το «Χρατς» του Σακελλίου. Ακόμα και η πόρτα του ασανσέρ «Χρατς» έκανε όταν έκλεισε πίσω μου. Ένα «Χρατς» που το ξανα-άκουσα με τη φαντασία μου πολλές φορές στη ζωή μου. Κάθε φορά που έβλεπα υπεραισιόδοξα τα πράγματα, ερχόταν αυτό το «Χρατς» και με προσγείωνε στην πραγματικότητα. Το άκουγα ακόμα κι όταν δεν υπήρχε λόγος. Βλέποντας για παράδειγμα στο Πράκτικερ, στα είδη κηπουρικής, μια μεγάλη ψαλίδα για τα φυτά του κήπου, το 2-1 του '70 θυμόμουν.
Ο Κώστας, χωρίς να το ξέρει, μου είχε κάνει ένα καταπληκτικό δώρο. Να είμαι προσγειωμένος, ρεαλιστής, να υπολογίζω όλες τις πιθανές λύσεις και να παίρνω στα σοβαρά ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ήταν ένα μάθημα ζωής που με έχει βοηθήσει πολύ και πολλές φορές και γι αυτό και τον ευχαριστώ. Άλλη φορά θα σας αφηγηθώ μερικές από τις φορές αυτές. Προς το παρόν…
- Χρατς!
Σωτήρης Ροδόπουλος
Σεπτέμβρης 2012
------
(*) Παλιός γερο-πασατεμπάς στο Καραϊσκάκη. Πούλαγε πασατέμπο ή σποράκια που αγόραζε χοντρική κοντά στο λιμάνι, έχοντας ως μεζούρα ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ, το οποίο βούταγε σε μια καφέ σακούλα χάρτινη ή σε μια άσπρη ποδιά (μαύρη στην ουσία) που έδενε μπροστά του. Ο τσάκας-τσούκας ήταν μεγάλη μορφή. Είχε μια χοντρή φωνή και εκτός του γνωστού «έμπαινε Γιούτσο», φώναζε συχνά «αχ μωρή Μποτίνααα» όποτε έχανε κανένα γκολ ο Βασίλης Μποτίνος, ένας καταπληκτικός αριστερός εξτρέμ-ζογκλέρ, το 11 του Ολυμπιακού.
4 σχόλια:
Ε, εσείς του "Ιστορικού", είστε γεμάτοι από εμπειρίες και μαθήματα ζωής. Ποιός τη χάρη σας! Αμα πας Πλατεία σήμερα, όλη η σοφία της ζωής, εκεί 'ναι μαζεμένη.
Ό,τι κι αν ζήσουμε το 'χουμε δει
σαν μία σκηνή από άλλη ταινία
Κι όλος ο κόσμος - μωρό μου - μπορεί και το ζει
έλα - κερνάω καφέ στην πλατεία.
http://www.youtube.com/watch?v=3BZSWLDlKFQ
Φίλε Σωτήρη επειδή ήμουν στο ματς εκείνο, ήταν η εποχή που μπορούσαμε να προμηθευτούμε φοιτητικά εισιτήρια από τους φοιτητικούς συλλόγους της χούντας, τότε οι σύλλογοι ήταν διορισμένοι και τους έδιναν όσα εισίτήρια ήθελαν. Οι θύρες που έδιναν φοιτητικά για τους πράσινους ήταν για τη 13, για τους Ολυμπιακούς την "γκατέ" 7 (έτσι την έλεγαν οι πιτσιρικάδες και για τον Πανιώνιο στην αρχή στη διόροφη και μετά στην θύρα 3. Ετσι λοιπόν βρέθηκα με κασκολ κυανέρυθρο στη θύρα 7 μαζί με τον Μήτσο από την Πάντειο με κασκόλ ερυθρόλευκο, τον Γιαννάκη και το Γιώργο με κασκόλ κυανέρυθρα, στη θύρα 7. Οχι μόνο δεν μας ενόχλησε κανείς αλλά πανηγυρίσαμε το δικό μας γκολ, με έγάλη φασαρία, θα σου διηγηθώ και μιά φάση στο ημίχρονο. Βγήκε στο γήπεδο ο Στάθης ο Χάϊτας και άρχισε να ζεσταίνεται. Στα γκολπόστ ήταν ο Σαραλιώτης έστηνε λοιπόν ο Στάθης τη μπάλα στην άκρη της μεγάλης περιοχής μία αριστερά μία δεξιά έπαιρνε φόρα και την έστελνε στο παραθυράκι του Σαραλιώτη. Οι Ολυμπιακοί που κάθονταν τριγύρω μας άρχισαν να μουρμουρίζουν και προβληματισμένοι όταν άρχισε ο αγώνας παρακαλούσαν να μη γίνει φάουλ έξω από την περιοχή και το χτυπήσει ο Χάϊτας. Τέτοια αγωνία φίλε μου να κρατήσουν το 2-1 δεν είχα ξαναζήσει. Εμείς πήγαμε και γυρίσαμε από το Καραϊσκάκη με ένα μικρό SIMCA. τη θυμάσαι αυτή τη μάρκα; του Γιαννάκη του Δρακόπουλου που είναι κι αυτός Πανιώνιος της τοπικής του Καναδά. Ωραία χρόνια...
Τι λες τώρα my friend; Είδαμε το ίδιο ματς;
Νομίζω εμείς βγάζαμε ακόμα μαθητικό εισιτήριο που είχε 15 δραχμές όσο και τα φοιτητικά (τα κανονικά είχαν 30 και τα αριθμημένα 50. Κάποια εποχή υπήρχαν και στρατιωτικά με ένα τάλιρο, τα «φοράκια» κ.α.). Στο ματς αυτό κάτσαμε στο πέταλο από τη μεριά της Καστέλας, στο πλάι, κάτω από το ρολόι. Στο παλιό Καραϊσκάκη, το ρολόι από αυτή τη μεριά ήταν περίπου στη γωνία του κόρνερ και όχι στην ευθεία πίσω από το τέρμα όπως ήταν αυτό της «γκατέ 7». Εκεί κάθονταν συνήθως οι φανατικοί του Εθνικού (οι επονομαζόμενοι και «Κούρδοι», οι του Ολυμπιακού "Αρουραίοι" και οι του Βάζελου "Βαζελίνες"), ο οποίος έπαιζε στο Καραϊσκάκη εναλλάξ με τον Ολυμπιακό. Για ένα διάστημα έπαιζε και η Προοδευτική στο ίδιο γήπεδο, οπότε γίνονταν αγώνας και Σάββατο, πράγμα πρωτάκουστο για τα δεδομένα της εποχής. (Σάββατο κανονικά ήταν μέρα ενός άγνωστου εκτός Αθήνας και Θες/κης ομαδικού αθλήματος, που λεγόταν μπάσκετ και με ένα εισιτήριο έβλεπες 3 ματς στο Παναθηναϊκό Στάδιο).
Την περίπτωση με τα φάουλ στο Σαραλιώτη τη θυμάμαι πολύ καλά, αλλά δεν θυμόμουν αν ήταν σε αυτό το ματς ή σε κάποιο άλλο. Επίσης σκέπτομαι ότι μπορεί να ήταν ο Θανάσης Ιντζόγλου και όχι Χάιτας. Ο Θανάσης χτυπούσε φοβερά φάουλ. Τον Χάιτα δεν τον θυμάμαι. Μπορεί να κάνω λάθος.
Φυσικά θυμάμαι τα SIMCA. Ήταν αρχικά του Société industrielle de Méchanique et Carrosserie Automobile (σας τσάκισα όλους! πού είσαι Ειρήνη?) και τα πιο πολλά είχαν κίτρινα φώτα όπως και τα περισσότερα γαλλικά αυτοκίνητα.
Δεν ξέρω αν ήταν ωραία χρόνια. Ήταν σίγουρα μοναδικά για 'μας.
Δημοσίευση σχολίου