6.6.10

Ταινίες μικρού μήκους - " Στιγμές "

Συντελεστές

Κάμερα - Αφήγηση: Σωτήρης Ροδόπουλος
Σενάριο - Σκηνοθεσία: η Τάξη του 1972
Διάρκεια: για πάντα
Έγχρωμο/Ασπρόμαυρο: fade
Παραγωγή: ekto1972



Μέρος Α' - Παιδαγωγοί!


«O Απέραντος»

Δευτέρα ή Τρίτη Γυμνασίου, πρωί-πρωί, συννεφιά, προπαραμονή εθνικής γιορτής, έχει χτυπήσει το κουδούνι και στο προαύλιο έχουν μπει τα τμήματα στη σειρά. Έπαρση σημαίας, προσευχή (το Υπουργείο ήταν πάντα και Θρησκευμάτων) ή μήπως πρώτα έπαρση και μετά προσευχή; Δεν θυμάμαι τι πρώτο και τι δεύτερο (βοηθείστε). Σίγουρα «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών» και λοιπών απολαυστικών στιγμών. Τελειώνουν τα ταρατατζούμ με την έπαρση και την προσευχή κι ακολουθεί ένα λογύδριο του Τζώνυ για άσχετα θέματα που καταλήγει όμως ως εξής:

- «Αύριο, θα πάμε το πρωί για εκκλησιασμό και μετά θα γυρίσουμε στο σχολείο για τη γιορτή. Φροντίστε να έρθετε με τα καλά σας» (sic).

Μέσα στη γενική θυμηδία ακούγεται δυνατά η φωνή του Απέραντου:

- «Ναι, αυτά που φοράω, ανάποδα!»

Ο Απέραντος ήταν ένα ψηλό δυνατό παιδί μεγαλύτερο από εμάς που είχε χάσει κάποια χρόνια στην ίδια τάξη. Ήταν από πάμφτωχη οικογένεια και ήταν γεγονός ότι δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Έπρεπε όμως για κάποιο λόγο να πάρει το «χαρτί του» κι έτσι ταλαιπωριόταν χρόνια ο φουκαράς με τον Όμηρο και το Μάζη, τον Τόγκα και το Ζούκη. Οι καθηγητές τον είχαν «του μπάτσου και του κλώτσου». Κανείς ποτέ δεν έσκυψε στο πρόβλημά του. Η μόνη παρηγοριά, η μόνη του χαρά, ήμασταν εμείς! Είχε κι ένα πρόβλημα στο ένα χέρι που ήταν κάπως ατροφικό κι αδύναμο, ενώ το άλλο, «το καλό», λόγω της συνεχούς χρήσης ήταν πάρα πολύ δυνατό. Με το χέρι αυτό, για να μας ευχαριστήσει που τον κάναμε παρέα, είχε σπάσει στο υπόγειο με κίνηση «καράτε» (πού ‘σαι Μαρκάτο;) ένα παλιό θρανίο μπροστά μας.

Για χρόνια, χειμώνα-καλοκαίρι, τον θυμάμαι με τα ίδια ρούχα και το ίδιο μπουφάν με τα βυσσινί μανίκια που το έβγαζε μόνο όταν έπιανε για τα καλά η ζέστη. Σε στιγμές που ήθελε να φαίνεται όμορφος και να φλερτάρει κανένα κορίτσι του IB’ στο δρόμο, χτένιζε τα μαλλιά του πολύ καλά και έβαζε και λεμόνι για να στρώσουν καλύτερα. Μόνο που πάνω στα μαλλιά έμεναν και μερικά κουκούτσια από το λεμόνι.

Τον αγαπούσαμε πολύ τον Απέραντο γιατί κι αυτός ήταν μια από τις ψυχούλες που έτυχε να γνωρίσουμε και που το σύστημα ποτέ δεν δέχτηκε γι' αυτό που ήταν, αλλά προσπάθησε να τον τετραγωνίσει όπως αυτό ήθελε. Δεν μπορούσε ο Απέραντος τα μαθήματα. Ε και; Τι έπρεπε να γίνει; Τον προσπεράσαμε λοιπόν κι εμείς και κάποια στιγμή το αφήσαμε πολύ πίσω ώσπου μια μέρα τον χάσαμε εντελώς. Πρέπει να πήγε φαντάρος, να υπηρετήσει την πατρίδα που τον ανέθρεψε και που του είχε συμπεριφερθεί τόσο καλά μέχρι τότε.

- «Ναι, αυτά που φοράω, ανάποδα!»



«Προσγείωση»

Απόγευμα, διάλειμμα, όλος ο κόσμος στο προαύλιο, με στέλνει κάποια στιγμή η Ξένου η γαλλικού, να πάω να πάρω κάτι από το γραφείο των καθηγητών, στον επάνω όροφο. Με μεγάλη χαρά που θα εξυπηρετούσα τον κρυφό έρωτα όλης της τάξης, μπαίνω σχεδόν τρέχοντας στο κτίριο από την πόρτα του προαυλίου και όπως παίρνω τη στροφή για τη σκάλα αριστερά, είδα ....τον ουρανό σφοντύλι! Η σφαλιάρα που ήρθε από πάνω προς τα κάτω λόγω της σκάλας, πρέπει να ήταν η πιο δυνατή που είχα φάει μέχρι τότε από τρίτους (εξαιρώ δηλαδή αδέλφια, λοιπούς συγγενείς και κολλητούς φίλους, γιατί εκεί το σκορ συνήθως ήταν ισόπαλο). Είδα αστεράκια. Η Ξένου μού χαμογελούσε μαζί με τον Philippe και την Catherine, πάνω στον Πύργο του Άιφελ που είχε εξώφυλλο το Vers la France (το μπλε βιβλίο που κάναμε τότε στα γαλλικά, εκδόσεις Didier). Πριν συνέλθω καλά-καλά, βλέπω το σαδιστικά χαμογελαστό πρόσωπο του Τζα-κι-αμαν-αμαν να μου λέει στη μούρη:

- «Πόνεσε;»
- «Μα τι έκανα;» ψέλλισα.
- «Σφύριζες!»
- «Εγώ;», ρωτάω.
- «Εσύ! Σου φώναξα τόσες φορές από το γραφείο να το βουλώσεις και τελικά με έκανες να κατέβω κάτω», απαντάει ο "παιδαγωγός".

Πριν προλάβω να σκεφτώ πόσα άρθρα του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (λόγω χούντας, το Σύνταγμα ήταν ήδη κουρελόχαρτο) είχε παραβιάσει ο Τζ-αμάν-που-σε-είχαμε-καθηγητή, πρόλαβα να δω με την άκρη του ματιού μου κάτι τσογλάνια να απομακρύνονται σιγά-σιγά με την πλάτη στον τοίχο, αφού πρώτα είχαν ρίξει το γέλιο της ζωής τους. Τις είχα αρπάξει για πάρτη τους…




Μέρος Β' - Στιγμές με τον Κορώνη



(Στιγμή με Κορώνη 1)


«...του Γεωργίου!»

Πρέπει να ήμασταν στη Β’ Γυμνασίου. Μεσημεράκι, αρχές της χρονιάς, είχαμε μαθηματικά αλλά δεν ξέραμε ακόμα με ποιον καθηγητή κι από την πόρτα της τάξης δεν εμφανιζόταν κανείς. Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που θα είχαμε «κενό». Μια-δυο-τρεις, πάνω που λέγαμε να την κάνουμε ξανά για το προαύλιο, μπαίνει στην τάξη ένας καλοντυμένος τύπος, με μπλε σακάκι και γραβάτα. Φαινόταν κάπως μεγάλης ηλικίας αλλά όχι πολύ πάνω από τα 60. Μετρίου αναστήματος, με ψαρά μαλλιά και γαλανά μάτια, λίγο παχύς, είχε δέρμα με φακίδες, έντονα κόκκινα μάγουλα, κάπως μικρό στόμα και μια ασαφώς διαπεραστική ματιά. Κάθισε στην έδρα και περίμενε χωρίς να πει κουβέντα κοιτάζοντας όλη την τάξη, έναν προς έναν. Περιμέναμε κι εμείς παρατηρώντας το νέο πρόσωπο του σχολείου, αυτό που είχαμε ήδη δει «στην προσευχή». Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά και ξαφνικά ρωτάει στο πρώτο θρανίο, νομίζω τον Πολίτη:

- «Τι μάθημα έχετε τώρα;»
- «Μαθηματικά» λέει ο Πολίτης.
- «Και τι έχετε μαθηματικά;»
- «Τίποτα, κύριε» απαντάει ο Πολίτης με τη χαρακτηριστική του προφορά, «δεν έχουμε αρχίσει ακόμα».

Και πάλι ησυχία. Και πάλι κοίταγμα της τάξης. Κάποια στιγμή βάζει τα γυαλιά του, ανοίγει ένα τεφτέρι κι αρχίζει να γράφει κάτι. Ένα από τα παιδιά σηκώνει το χέρι του και ρωτάει:

- «Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;»

Το νέο πρόσωπο του σχολείου, σταματάει το γράψιμο και κοιτώντας όλη την τάξη πάνω από τα γυαλιά του, δηλώνει τονίζοντας έντονα, τα τονιζόμενα φωνήεντα:

- «Κορώνης Βασίλειος…» μικρός σπασμός του στόματος δεξιά με ταυτόχρονη στροφή της κεφαλής προς τα αριστερά «…του Γεωργίου!».




(Στιγμή με Κορώνη 2 - Σχετίζεται με την ανάρτηση "Επίκαιρο Έκτο")

«Καραϊσκάκη»

Φθινόπωρο 1971, απογευματινό σχολείο, σχεδόν νυχτερινό, 7μμ, το φως έξω έχει πέσει και έχουν ανάψει κάτι αξιοθρήνητοι λαμπτήρες. Τελευταία ώρα, Κορώνης! Ανοίγει ο κατάλογος, αρχίζει το φυλλομέτρημα και εν μέσω άκρας ησυχίας (όπως πάντα όταν έμπαινε μαθηματικός σε τμήμα κλασσικού), ακολουθεί ο διάλογος:

Κορώνης : «Κύργιος!»
Τάξη (κάπως συνωμοτικά): «Καραϊσκάκη»

Μικρή αμηχανία, ξανά ησυχία, ξανά φυλλομέτρημα καταλόγου, νέος διάλογος:

Κορώνης : «Ροδόπουλος!»
Τάξη (πιο θαρραλέα): «Καραϊσκάκη!»

O Κορώνης αφήνει τον κατάλογο, κοιτάζει την τάξη πάνω από τα γυαλιά και ρωτάει:

Κορώνης : «Τι Καραϊσκάκη;»
Τάξη (σαν να ήταν κάτι εντελώς φυσικό και αναμενόμενο): «Πανιώνιος – Ατλέτικο!»

Ο Κορώνης τσαντίστηκε αλλά δεν έκανε φασαρία. Ίσως γιατί μέσα στο κλίμα της εποχής εκείνης, ήξερε και ο ίδιος ότι μια αθώα κοπάνα επιβαλλόταν πού και πού. Τις επόμενες μέρες βέβαια κι εμένα και τον Κύργιο μάς τάραξε να μας εξετάζει, αλλά κι εμείς ήμασταν αρκούντως προετοιμασμένοι για το μαρτύριο και τελικά επιβιώσαμε.



(Στιγμή με Κορώνη 3)

«Ωωωωχ»

Πάλι τελευταία ώρα, αλλά αυτή τη φορά στην πρωινή ζώνη. Ένας ήλιος λαμπρός να σε καλεί για μπάσκετ ή για μπάλα αμέσως μετά το σχόλασμα «για κανένα μισαωράκι», πριν πας στο σπίτι για φαί. Εν αναμονή λοιπόν του τελευταίου κουδουνιού, έτυχε να έχουμε μαζευτεί όλοι συσπειρωμένοι μπροστά-μπροστά και να έχει μείνει στο τελευταίο θρανίο με την πλάτη στον τοίχο, μόνος του ο Κώστας ο Σακελλίου, ο επονομαζόμενος και «Γίγαντας». Ίσως λόγω της απέχθειάς του προς τα μαθηματικά να ήθελε να είναι όσο πιο μακριά γίνεται από τον Κορώνη και τα τεκταινόμενα στον πίνακα.

Το μάθημα της ημέρας ήταν δύσκολο. Δεν θυμάμαι τι ήταν αλλά θυμάμαι ότι ελάχιστοι το είχαν κατανοήσει και φυσικά λόγω της αυξημένης δυσκολίας κανείς δεν ήθελε να εξεταστεί. Ακόμη κι αυτοί που έλεγαν ότι το είχαν καταλάβει. Επειδή ήταν τελευταία ώρα, άρχισε να παραδίδει ο Κορώνης το επόμενο μάθημα λέγοντας ότι άμα προλάβει θα εξετάσει και το τρέχον. Αυτό έδωσε κάποιες ελπίδες ότι θα την σκαπουλάραμε. Έλεγε-έλεγε λοιπόν ο Κορώνης τα δικά του κι όλοι κοιτάγαμε πόση ώρα απέμενε για να χτυπήσει το κουδούνι ο Μήτσος, ο επιστάτης. Κάποια στιγμή σταμάτησε ο Κορώνης την παράδοση («χτύπα το κουδούνι Μήτσο»), μάζεψε τα διάφορα κι έβγαλε τον κατάλογο εν μέσω γενικής ανησυχίας και απογοήτευσης που η παράδοση δεν κράτησε κι άλλο. Κάποιες ερωτήσεις που έπεσαν με τάχα μου απορίες για το μόλις παραδοθέν μάθημα, δεν έπιασαν πολύ τόπο και –κυρίως- πολύ χρόνο («χτύπα το κουδούνι Μήτσοοο»).

Ξανά φυλλομέτρημα του καταλόγου, ξανά αγωνία («χτύπα επιτέλους το ρημάδι το κουδούνι ρε Μήτσοοο») και μια κάπως ανακούφιση να ακούγεται από όσους καταλάβαιναν κάθε φορά που γύριζε σελίδα στον κατάλογο ο Κορώνης, ότι είχε προσπεράσει το ονόμά τους. Αυτό κράτησε 2-3 λεπτά αγωνίας. Δεν ακουγόταν κιχ. Ο ήλιος πάντα να σε καλεί και ο Μήτσος να μην το βαράει το κουδούνι. Και τότε μέσα στην ησυχία ακούγεται το όνομα του «τυχερού» εκείνης της στιγμής:

- Σακελλίου! (με έμφαση στο τονιζόμενο φωνήεν του ονόματος και ελαφρά κίνηση του κεφαλιού προς τα αριστερά, όπως πάντα).

Το όνομα έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Το «Σίγμα» ήταν προς το τέλος του καταλόγου. Πότε έφτασε μέχρι εκεί; Η σκέψη όλων πήγε στον φουκαρά, απελπισμένο συμμαθητή μας. Τον «Γίγαντα» που είχε άριστα σε Αρχαία, Νέα και Λατινικά αλλά που του ήταν αδύνατον να καταλάβει ότι όταν λέμε α+β=γ δεν πρόκειται περί ορθογραφικού λάθους, αλλά περί εξισώσεως.

Η αντίδραση του Γίγαντα ήταν spontaneous με ένα κάπως βαρύ, βαθύ κι απελπισμένο

- Ωωωωωωχ!

Κι ο Κορώνης

- Τι έπαθες παιδί μου Σακελλίου; Για σήκω και έλα στον πίνακα.

Ο Γίγαντας σηκώθηκε αργά-αργά, με το μισό πουκάμισο έξω από το παντελόνι, το κεφάλι σκυμμένο και τα γυαλιά στην άκρη της μύτης. Πήδηξε σχεδόν παραπατώντας μερικές τσάντες στο διάδρομο ανάμεσα στα θρανία και έφτασε μέχρι τον πίνακα κοιτώντας την υπόλοιπη τάξη με ύφος ανθρώπου που «δεν είχε πια τίποτα να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες του».

Κάνει την πρώτη ερώτηση από τη θεωρία ο Κορώνης κι ο Γίγαντας απαντάει σωστά κουφαίνοντας λίγο την τάξη. Δεύτερη θεωρητική ο Κορώνης, ξανά σωστή απάντηση ο Γίγαντας εν μέσω γενικής απορίας αλλά και ελπίδας ότι δεν θα προλάβει να εξεταστεί άλλος. Η τρίτη ερώτηση ήταν η φαρμακερή που απαιτούσε απόδειξη στον πίνακα. Αρχίζει ο Γίγαντας να γράφει αργά-αργά, όλα σωστά αλλά πολύ πριν ολοκληρώσει… ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΝ !!!!!!

Ο Μήτσος το πάτησε επιτέλους το fucking κουδούνι. Γκαπ-γκουπ τσάντες, θρανία, πόρτες, παράθυρα, σε χρόνο dt όλοι έξω αφήνοντας πίσω ένα χαρακτηριστικό σύννεφο σκόνης που μόνο στις τάξεις των σχολείων της εποχής εκείνης υπήρχε. Ο Γίγαντας άφησε την κιμωλία, ο Κορώνης σημείωσε κάτι στον κατάλογο και όλα καλά…

Flashback (ίδια μέρα, λίγο πριν το μάθημα)

- Εξήγα…
- Και θα το "πιάσεις" μέσα σε πέντε λεπτά;
- Ξέρω, εγώ! Λέγε...
- Παπαγαλία;
- Παπαγαλία!
- Μα γίνεται παπαγαλία στα Μαθηματικά;
- Λέγε!

Στο προηγούμενο διάλειμμα κάτσαμε όρθιοι σε ένα από τα παράθυρα της πλαϊνής «αίθουσας δεξιώσεων» και είπαμε μαζί ό,τι είχα καταλάβει εγώ από το δύσκολο μάθημα της ημέρας. Ο Γίγαντας άκουγε χωρίς να διακόπτει. Κοίταζε μια εμένα, μια το βιβλίο και δεν μιλούσε. Και τα 'μαθε παπαγαλία το θηρίο. Σε πέντε λεπτά!



Τον Κώστα έχω να τον δω από την εποχή εκείνη, με εξαίρεση ένα βράδυ για πέντε λεπτά γύρω στα 1986-87, που πήγαμε να τον τραβήξουμε για ένα από τα πρώτα τότε reunions που γινόταν πολύ κοντά στο σπίτι του. Αν θυμάμαι καλά, είχε άρρωστη τη μητέρα του και δεν ήρθε τελικά μαζί μας αλλά και ούτε σε κάποια επόμενη συνάντηση. Ελπίζω να τα καταφέρει να βρεθούμε στο μέλλον. Από τα καλύτερα παιδιά που είχα γνωρίσει. Ψυχούλα! Για χρόνια ολόκληρα κάναμε παρέα στο σχολείο, μαζί και με τον άλλον Κώστα, τον Δανιά. Είχαμε και πολύ καλή «συνεργασία» στις εξετάσεις γιατί τα ονόματά μας ήταν δίπλα-δίπλα στον κατάλογο κι έτσι καθόμασταν ο ένας μετά τον άλλο στα θρανία όταν γράφαμε στις εξετάσεις. Διάβαζα εγώ Μαθηματικά και Φυσικοχημείες κι εκείνος Αρχαιολατινικά και Ιστορίες και έτσι κάναμε «ανταλλαγές προϊόντων» στην πράξη. Άφηνα την κόλλα μου λίγο στο πλάι με τις λύσεις στα Μαθηματικά και εκείνος κάποια άλλη στιγμή μού έκλεινε ψιθυριστά τα ρήματα στα Αρχαία. Διαφορετικά δεν έβγαινε το πρόγραμμα. Στις εξετάσεις γράφαμε σχεδόν κάθε μέρα και καμιά φορά και 2 διαγωνίσματα την ίδια μέρα. Ένα πρωτεύον κι ένα δευτερεύον. Όλα καλά λοιπόν με το σύστημα που είχαμε αναπτύξει με τον Κώστα. Όλα καλά μέχρι την πιο κρίσιμη στιγμή. Την τελευταία. Οι απολυτήριες της Έκτης του 1972 μάς έκρυβαν μια δυσάρεστη έκπληξη. Το νόμο του Μέρφυ! Η σειρά των θρανίων εξαντλήθηκε με μένα τελευταίο και τον Κώστα στο πρώτο θρανίο της επόμενης σειράς. Catastrophe! Ό,τι κόλπα και να κάναμε δεν γινόταν να έρθει πάλι στο πίσω θρανίο ο Κώστας. Εγώ έτσι κι αλλιώς είχα προγραμματίσει να ανοίξω πανιά για άλλα λιμάνια. Πολύ μακρινά κι ελεύθερα. Ο Κώστας όμως; Κάποιοι επέμεναν σώνει και καλά να γράψει Μαθηματικά. Λες και η Νομική που είχε βάλει στόχο ο Κώστας, τα είχε ανάγκη. Άι σιχτίρ ρε με τα συστήματά σας. Μια ζωή τα ίδια και τα ίδια. Δολοφόνοι ονείρων…


The end (for now, όπως πάντα)


Δεν υπάρχουν σχόλια: